Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

«Παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας»


Κυριακή μεσημέρι, τρίτος όροφος σε μια πολυκατοικία. Μπροστά στο παράθυρό του απλώνεται στον ανοιχτό ορίζοντα μια απέραντη πεδιάδα. Πιο πέρα ξεχωρίζει ένα χωριό. Πριν λίγες μέρες έμαθε πώς το ονόμαζαν πραγματικά. Όσο έμενε σ’ αυτήν την όμορφη πόλη, νόμιζε πως το χωριό αυτό είχε άλλο όνομα. Αδυναμία προσανατολισμού, είπε.

Παίρνει τηλέφωνο ένα φιλικό του ζευγάρι. Ήθελε πολύ να μιλήσει με κάποιον. Όλο το Σαββατοκύριακο ήταν χωμένος στα βιβλία και τις φωτοτυπίες του. Μιλάει με τον Τ. και ύστερα με την Π. Καθώς συνομιλούν, βλέπει τρία παιδιά να περπατούν στο δρόμο. Τα παρατηρεί μηχανικά, ενώ αυτά νομίζουν πως κανείς δεν τα βλέπει. Ένα απ’ αυτά βγάζει από την τσέπη του ένα βαρελότο, το ανάβει και το πετάει στο δρόμο. Ο κρότος που ακούγεται διακόπτει την τηλεφωνική συζήτηση.


-Τι συμβαίνει; ρωτά η Π.


-Κάτι παιδιά ρίχνουν βαρελότα, της απαντά.


-Μα αυτό είναι παράνομο! Πρέπει να πάρεις την αστυνομία, του λέει θυμωμένα η Π. ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της.


-Ρε, παιδιά είναι, τη διακόπτει.


-Όχι! Για την προστασία του νόμου και της τάξης πρέπει να το κάνεις.


Σε λίγο κλείνουν το τηλέφωνο. Το μυαλό του ταξιδεύει αρκετές δεκαετίες πριν, στα παιδικά του χρόνια, στο χωριό του, τότε που γι’ αυτόν εκείνος ο μικρόκοσμος ήταν όλος του ο κόσμος! Το βουνό το ‘ξερε καλά. Από μικρός το περπάταγε με την παλιοπαρέα του. Τσουλήθρα μέσα σ’ ένα μπαούλο σε μια μεγάλη κατηφοριά, ποδόσφαιρο στο πλάτωμα της «Ράχης», κυνηγητό και κρυφτό στο παλιό πυροβολείο. Μα το πιο αγαπημένο παιχνίδι της παρέας ήταν τα «μακαρόνια». Ώρες ατελείωτες έψαχναν μέσα στα χώματα, σκάβοντας με τα χέρια τους, για να βρουν αυτές τις επιμήκεις βελόνες με το μπαρούτι. Ήξεραν καλά τι ήταν αυτές οι βελόνες. Οι γονείς τους συχνά τους έλεγαν να μην πάνε στο βουνό για «μακαρόνια». Ένας τσοπάνης είχε χάσει τη ζωή του, όταν πάτησε μια οβίδα που δεν είχε εκραγεί από τον πόλεμο του ’40. Αυτές τις οβίδες τις έριχναν τα γερμανικά αεροπλάνα κι όταν έσκαγαν στο έδαφος, σκορπούσαν φλεγόμενες βελόνες, για να έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια καταστροφής. Πολλές όμως από αυτές τις βελόνες ήταν άθικτες. Αυτές μάζευε με την παρέα. Τις έβαζαν σ’ ένα τενεκεδάκι, άναβαν το φιτίλι και …μπουμ.



Όταν, μάλιστα, ήρθε η Υπηρεσία Στρατού, για να εξουδετερώσει τις ξεχασμένες οβίδες, η παρέα του ήταν αυτή που υπέδειξε τα σημεία, όπου βρίσκονταν διαλυμένα σιδερικά και θραύσματα από οβίδες. Θα ‘ταν τότε οχτώ ετών.


Μια μέρα, όμως, μαζί με το φίλο του, τον Ηλία, μάζεψαν τόσα «μακαρόνια», που γέμισαν έναν μεγάλο τενεκέ μέχρι απάνω. Με το παιδικό τους το μυαλό νόμιζαν πως θ’ ανατίναζαν όλο το χωριό. Η αγωνία κυριάρχησε στα μικρά τους πρόσωπα. Ήθελαν, όμως, τόσο πολύ να δουν το κατόρθωμά τους κι έτσι, το πήραν απόφαση. Θα κατέβαιναν στη θάλασσα.


Πήγαν κάτω, στη Σκάλα του Κατσιβάνη, βρήκαν ένα μαδέρι, έβαλαν επάνω τον τενεκέ με τα «μακαρόνια», άναψαν το φιτίλι κι έσπρωξαν με δύναμη το μαδέρι μέσα στη θάλασσα. Γρήγορα-γρήγορα έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τα «αθάνατα», τα μεγάλα αγκαθωτά φυτά που ήταν στην παραλία, κοντά στη Σκάλα, κι από κει παρακολούθησαν τα… τεκταινόμενα.


Ο τενεκές έσκασε με έναν μεγάλο κρότο και πετάχτηκε μισοδιαλυμένος. Όταν έφτασε ψηλά τούς φάνηκε

σα να στάθηκε, σα να ακινητοποιήθηκε κι ύστερα έπεσε στη θάλασσα κάνοντάς τη να κοχλάζει. Ιαχές ενθουσιασμού ακούστηκαν από τους δυο τους.


Για κακή τους τύχη, όμως, δεν είχαν προσέξει ότι ερχόταν η «κατευθείαν», το καραβάκι από τον Πειραιά. Τι έγινε; Με μια λέξη, χαμός! Άνθρωποι να πέφτουν στη θάλασσα, άλλοι να φωνάζουν, άλλοι να κρέμονται απ’ τα κάγκελα έτοιμοι να πέσουν κι αυτοί, άλλοι να τρέχουν στο κατάστρωμα κι ο καπετάνιος να τους απειλεί πως θα φωνάξει το Λιμεναρχείο.


ΠΑ-ΝΙ-ΚΟΣ


Όπου φύγει, φύγει οι δυο φίλοι. Έκαναν δυο μέρες να βρεθούνε.


Τα χρόνια πέρασαν. Τώρα πια μεγάλωσε. Τα καλοκαίρια κατεβαίνει κάτω στο «

πεζούλι», είτε μόνος του, είτε με την καινούργια παρέα. Εκατό μέτρα πιο κάτω είναι η Σκάλα του Κατσιβάνη, μισογκρεμισμένη πια και λειψή. Από τότε δεν έχει πλησιάσει κοντά της. Θέλει να τη θυμάται όπως ήταν εκείνο τον καιρό. Μόνο τ’ «αθάνατα» έχουν θεριέψει για να του θυμίζουν την κρυψώνα των παιδικών του χρόνων.


Αυτά σκεφτόταν, εκεί στο παράθυρο του τρίτου ορόφου. Για μια στιγμή τα παιδιά τον αντιλήφθηκαν, αυτός τους χαμογέλασε κι ένα απ’ αυτά άναψε ένα βαρελότο και το πέταξε σε μια αυλή πολυτελούς οικίας με δυο καλογυαλισμένα τζιπ αραγμένα σ’ αυτήν. Το πιτσιρίκι τον κοιτάζει και του κάνει από μακριά το σήμα της νίκης ενώ ακούγεται ο κρότος του βαρελότου.


Κι ύστερα του λέει η Π. να φωνάξει την αστυνομία για την τήρηση του νόμου και της τάξης…



Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από
στίχο ποιήματος της Κατερίνας Γώγου

Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν
από τη συλλογή Ν. Ε. Τόλη

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

ΓΙΑ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΣΤΗ ΚΥΝΟΣΟΥΡΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ

Φωτογραφίες από τη φωτιά που ξέσπασε σε εγκαταλελειμμένο πλοίο τύπου catamaran στην εξίσου παρατημένη άκρη της Κυνόσουρας Σαλαμίνας. Γύρω από το πλοίο ένα βουνό από απορρίμματα είχαν περιέργως στοιβαχτεί το τελευταίο διάστημα, κάτι που 'διευκόλυνε' τη πιθανότητα του ατυχήματος ή του εμπρησμού. Οι ευθύνες του ΟΛΠ σε συνεργασία με τη διαχρονική δημοτική απραξία δεν είναι αμελητέες μιας και οι υποσχέσεις περί καθαρισμού της Κυνόσουρας παρέμειναν στα χαρτιά. Ο Δήμος ξοδεύτηκε μέσα στις προσπάθειές του για μετονομασία 'παραμονής στην εξουσία' ενώ από τη πλευρά τού ΟΛΠ-COSCO φυσικά, δεν είχαμε καμιά αυταπάτη αφού ο σκουπιδότοπος-νταμάρι της Κυνόσουρας δεν είναι διαμετακομιστικός κόμβος εμπορευματοκιβωτίων και δε προσφέρεται για καμία κερδοσκοπική δραστηριότητα.

Όσο άμεση κι αν είναι η κινητοποίηση της αστυνομίας, της πυροσβεστικής και του λιμενικού, οι σειρήνες των οχημάτων τους απλά θα αντηχούν το εκκωφαντικό εμβατήριο της λεηλασίας των κυρίαρχων.

---

Φωτογραφία του πλοίου
από παλαιότερη επίσκεψή μας στη περιοχή:

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Το καΐκι που ξηλώναμε


Στη γεμάτη αγνότητα περίοδο της παιδικής σου ηλικίας, έκανες κάποιες κατσιγανιές (αταξίες), οι οποίες τότε σου φάνταζαν επικά κατορθώματα! Νόμιζες πως είχες βγει μέσα από τα κόμικς του Μπλεκ και του Ζορό! Ήσουν και συ ένας ήρωας μιας συμμορίας που ξέφυγες της προσοχής των μεγάλων, από τα πρέπει και τα μη. Μεγαλώνοντας γεμίζεις ενοχές. Τελικά, ό,τι έγινε, έγινε; Γιατί, άραγε, έγινε έτσι; Μήπως έφταιγες; Γιατί το έκανες; Είναι ο χρόνος γιατριά;

Τέλη δεκαετίας του ’70 κλείνεις την πρώτη δεκαετία της ζωής σου. Κάτω στη σκάλα του Καματερού το καΐκι “Κωνσταντίνος”, γερασμένο απ’ τον καιρό, την αρμύρα και τον άνεμο, παρατημένο και παροπλισμένο, με μεγάλες πληγές στα ίσαλά του, βουλιάζει με τα χρόνια. Οι κάτοικοι της παραλίας παραπονούνται: «Το σαπιοκάραβο είναι γεμάτο ποντίκια!».

Οι ιδιοκτήτες αναγκάζονται να το μεταφέρουν αλλού. Έρχεται γερανός, το βάζουν πάνω σ’ ένα μεγάλο φορτηγό και το παρατούν στο …. βουνό, πίσω στου γέρο-Παπαδόπουλου, στο πλάτωμα πάνω από το δημοτικό σχολείο, εκεί όπου παλιοί χάρτες συνταγμένοι από φιλοπερίεργους αρχοντοαναθρεμμένους περιηγητές προηγούμενων αιώνων σημειώνουν: “Στάδιο Αρχαίας Σαλαμίνας” Βγήκε από τα νερά του ο “Κωνσταντίνος”!

Η λεία εύκολη πια. Κάθε Πάσχα, πριν το Μ. Σάββατο, για το κάψιμο του Ιούδα, παίρναμε ένα αυτοσχέδιο τροχοφόρο και πηγαίναμε στο καΐκι και το ξηλώναμε. Δύο Ιούδες μάς έβγαλαν τα κατάρτια του! Δυο χρονιές από ένα. Κόβαμε με πριόνια το κατάρτι, το σέρναμε μέχρι το προαύλιο της εκκλησίας, το μπήγαμε στο σωρό από τα ξύλα και κρεμούσαμε το ομοίωμα.

Μισή ώρα πριν την Ανάσταση, με το μπετονάκι γεμάτο πετρέλαιο, ποτίζαμε τα ξύλα κι ανάβαμε φωτιά. Φωτιά! Εξάλλου, ξακουστή η φωτιά του Καματερού. Τύφλα να ’χει του Αμπελακίου. Πόσες φορές μας τα ’χαν κάψει οι Αμπελακιώτες δυο – τρεις μέρες πριν την Ανάσταση! Φτου κι απ’ την αρχή το μάζεμα των ξύλων.

Τι κι αν ο “Κωνσταντίνος” είχε χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού “παραδοσιακό σκαρί”, τι κι αν ο Δήμος Περάματος είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να το εκθέσει σε υπαίθριο ναυτικό μουσείο ως “εξαίρετο δείγμα παραδοσιακής ξυλοναυπηγικής”, εσύ εκεί. κάθε χρόνο μαζί με τη συμμορία το ξήλωνες.

Περαματιάρικο σκαρί ο “Κωνσταντίνος”. Αρχικά εμπορικό, μετά μπήκε στη γραμμή Πέραμα – Καματερό. Ναι, Πέραμα – Καματερό, όχι Πέραμα – Παλούκια, αφού όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το Καματερό, μέχρι τουλάχιστον το 1920, ήταν το επίνειο της Σαλαμίνας. (Αρχικά το Καματερό ονομαζόταν “Πέραμα” και το σημερινό Πέραμα λεγόταν “Αντιπέραμα”).


Το πέρασμα του διαύλου με ιστιοφόρα πλοιάρια, τα λεγόμενα “λατινάδικα”, μαρτυρείται ήδη από τον 17ο αιώνα. Σταδιακά, και λόγω ναυστάθμου, τα Παλούκια άρχισαν να εξελίσσονται σε επίνειο του νησιού.

Από το 1935 προστέθηκαν στην ακτοπλοϊκή γραμμή τα “περάματα”, πλοία κατάλληλα για τη μεταφορά ιππήλατων οχημάτων. Το αντίτιμο του εισιτηρίου τότε ήταν 15 δρχ για τη σούστα (με ένα άλογο) και 23 για την άμαξα (δύο άλογα). Επιβάτες δεν επιτρέπονταν να μεταφέρονται στα περάματα λόγω απουσίας σωστικών μέσων. Αυτοί μεταφέρονταν με τα λατίνια για μισή δραχμή.


Τη δεκαετία του ’50 αρχίζουν να εγκαταλείπονται τα λατινάδικα και να αντικαθίστανται με πετρελαιοκίνητες βάρκες χωρητικότητας 8-10 ατόμων, με αντίτιμο μια δραχμή. Ήδη από το 1946 άρχισαν να έρχονται στη γραμμή τα πρώτα ξύλινα φέρι-μποτ, που μετέφεραν αυτοκίνητα με κόστος 19,50 δρχ. Τέλη δεκαετίας του 1960 αρχίζουν να έρχονται τα σιδερένια.

Τώρα πια έχουμε εκσυγχρονισμό. Αμφίδρομα! Αμφίδρομα εγκλωβισμένος. Κι από Παλούκια, κι από Πέραμα. Μηχανικά και χωρίς σκέψη, βγάζεις λεφτά, πληρώνεις το εισιτήριο, μπαίνεις, βγαίνεις. Ξανά το ίδιο. Έχεις γίνει ένα γρανάζι του καπιταλιστικού μηχανισμού.! Άθελά σου γεμίζεις τις τσέπες των κεφαλαιοκρατών που “αξιοποιούν” την ανάγκη σου για μεταφορά στο “κλεινόν άστυ”, δεν αντιδράς στις αυξήσεις του εισιτηρίου σου, υπομένεις την ταλαιπωρία στην ουρά, γιατί “σου νοικιάσαν την ψυχή τ’ αφεντικά”.

Ε, όχι. Τ’ ομολογώ. Είμαι εγώ που ξήλωνα το καΐκι. Εγώ πλήγωνα τον “Κωνσταντίνο” Ήμουν κι εγώ στη συμμορία. Ελάτε να με πιάσετε. Έχω πολύ καιρό να παίξω κυνηγητό.



Υπότιτλοι φωτογραφιών

- “Κωνσταντίνος”. Το καΐκι που ξηλώναμε

- Πούντα Καματερού, 1955. Το ξύλινο φέρι-μποτ “Παναγής”.

- Καματερό, 1928. Το λατίνι “Αγ. Νικόλαος”, ιστιοφόρο πλοιάριο για τη μεταφορά επιβατών.


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

ΑΓΝΩΣΤΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

«Αν υπάρχει κάποια στιγμή που ο «Άγνωστος Στρατιώτης» βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στα πεπρωμένα του τόπου, αυτή ήταν η γερμανική Κατοχή. Είναι ίσως ελάχιστα γνωστό, όμως τα «ευζωνικά τάγματα» που ανέλαβαν το 1943-44 να συνδράμουν τον κατακτητή κατά της Αντίστασης (οι γνωστοί «γερμανοτσολιάδες») συγκροτήθηκαν από (και με μαγιά) τους τσολιάδες του εν λόγω μνημείου. Το βασικό δε Τάγμα Ασφαλείας της πρωτεύουσας δεν ήταν άλλο από το «Τάγμα Φρουράς του Αγνώστου Στρατιώτου» (Τ.Φ.Α.Σ.)!».


ολόκληρο το άρθρο ΕΔΩ

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

KTHMA ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΥ

Το 1918 το Υπουργείο Γεωργίας παραχωρεί ΚΑΤΑ ΧΡΗΣΗ το κτήμα στον Μαρίνο Γερουλάνο, με σκοπό τη συστηματική δενδροκομική καλλιέργεια. Ο Μ. Γερουλάνος στις 14/7/34 παραχωρεί μέρος αυτής της έκτασης στην εταιρία ΚΤΗΜΑ ΤΡΑΧΩΝΕΣ-ΑΕ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ, της οποίας ήταν και ιδρυτικό μέλος. Έκανε δηλαδή δώρο στον εαυτό του δημόσια περιουσία.

Το 1992 αγοράζεται από την εταιρία MACRO CASH AND CARRY. Στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας των 108 στρεμμάτων έναντι του ποσού των 2,9 δισ. δραχ. που υπέγραψαν στις 6 Μάρτη του 1992 η οικογένεια Γερουλάνου και MACRO, αποσιωπάται το πως το κτήμα έγινε περιουσιακό στοιχείο των πωλητών του.

Στο κτήμα αυτό έχουν εντοπιστεί 30 προγεωμετρικοί τάφοι του 11ου π.Χ. αιώνα και υπάρχουν επίσης ίχνη τειχών του 8ου π.Χ. αιώνα.

Υπάρχει ακόμη το χαρακτηρισμένο διατηρητέο εκκλησάκι Εισοδίων της Θεοτόκου και η οικία Γερουλάνου. Το εκκλησάκι είναι χτισμένο τον 11ο μ.Χ. αιώνα σε σχήμα ελεύθερου σταυρού με τρούλο και παρουσιάζει εξαιρετικό αρχαιολογικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Στην νοτιοδυτική πλευρά του κτήματος υπάρχει και περίβολος μυκηναϊκής εποχής.

Το ρέμα Τράχωνες διασχίζει το κτήμα και όλη η περιοχή είναι καλυμμένη με πεύκα, κυπαρίσσια και πλούσια βλάστηση. Αρχαιολόγοι της Β΄ Εφορίας Προϊστορικών και κλασσικών αρχαιοτήτων τοποθετούν εντός του κτήματος το κέντρο του Αρχαίου Δήμου Ευωνύμου. Σημειώνουν δε ότι εκεί ανήκει και το Αρχαίο θέατρο που έχει αποκαλυφθεί σε ελάχιστη απόσταση από τα ανατολικά όρια του.

Ο Μαρίνος Γερουλάνος [1867-1960] υπήρξε από τους σπουδαιότερους Έλληνες ιατρούς, εκλεκτός της βασιλίσσης Όλγας. Απεβίωσε το 1960 στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο της εκκλησίας του κτήματος στους Τράχωνες. Ήταν παντρεμένος με την Μαργαρίτα Mitzaff και παιδιά του ήταν η Έρρικα Καΐρη και ο Ιωάννης Γερουλάνος. Δισέγγονός του είναι ο σημερινός Υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος.
Από κατοίκους της περιοχής ζητείται να χαρακτηριστεί αρχαιολογικός τόπος και χώρος πράσινου..

ΕΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΠΟΥ ΣΦΥΖΕΙ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΝΑ ΤΣΙΜΕΝΤΟΠΟΙΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΙΑ MACRO.

Γ.Ε.

αναδημοσίευση απο anarchy press gr


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010


ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ


Η μέρα παράνομη , εκτός εποχής, ενάντια σε όλες τις προσδοκίες των ανθρώπων που μπούχτισαν τις ζέστες.. και είναι τόσο μεγάλη η επιθυμία τους που ήδη φορούν βαριές ζακέτες, μπότες και πολύχρωμα ζεστά πουλόβερ μήπως και πείσουν τον ήλιο να κρυφτεί. αλλά αυτός εκεί ανηλεής, μας πυρπολεί. Μερικοί παραδίνονται και κουβαλούν στα χέρια τα όπλα τους άλλοι όμως επιμένουν και ασθμαίνουν ιδρωμένοι .Δεν σου κάνω το χατίρι παρατεταμένο καλοκαίρι, να φορώ και το παλτό μου. Λεωφορείο της γραμμής Πέραμα –Πειραιά. Φορτωμένο και ο οδηγός εκτονώνει τα νεύρα του πατώντας απότομα φρένο. Και κάθε μέρα οι άνθρωποι δεν βαριούνται

-Σιγά ρε παιδί μου, πατάτες κουβαλάς;

-Πάει δεν μας σέβονται καθόλου πια.

Και ανάμεσα τους ένας νεαρός. Χοντρούλης περιποιημένος, καθαρότατος, πρόσωπο καλοξυρισμένο, φωνή μαλακιά .

- Ω με συγχωρείτε , λέει καθώς το απότομο φρένο τον κάνει να πέσει πάνω σ’ έναν μεσήλικα

- -Δεν πειράζει παιδί μου.

- Όχι, όχι με συγχωρείτε εγώ φταίω , έπρεπε να κρατιέμαι καλύτερα,

Αδειάζει μια θέση.

Ο νεαρός πηγαίνει να καθίσει

-Με συγχωρείτε μπορώ να καθίσω δίπλα σας.

Η μεσήλικη γυναίκα τον κοιτάζει περίεργη, δεν μιλάει ,κάνει μια γκριμάτσα σαν να λέει και τι με ρωτάς.

Κάθεται. Φαίνεται πως το χοντρό του σώμα ακουμπάει κάπως τη γυναίκα

-Αχ σας ζητώ συγγνώμη, έχω και αυτή την τσάντα βλέπετε.

Από το απέναντι κάθισμα.

-Ναι ρε σου λέω τον χτύπησαν , μαύρο τον έκαναν στο ξύλο, εκεί έξω από το καφενείο.

Φωνή γεμάτη λαχτάρα να πείσει τον συνομιλητή του. Κι αυτός φαίνεται να μην πείθεται και ο άλλος όλο και πιο παθιασμένα πιάνει την ιστορία από την αρχή. Στόμα γεμάτο μαύρα λειψά δόντια,, παντελόνι που του πέφτει κοντό, αταίριαστα πάνινα λερωμένα παπούτσια και η φωνή γεμάτη χαρά.

-Ναι σου λέω αυτόν τον Κώστα, τον έχεις δει…

Δηλαδή τι νομίζεις μόνο εγώ είμαι σ΄ αυτήν την άθλια κατάσταση να κάποιος που έφαγε ξύλο , ξεφτιλίστηκε, τουλάχιστον εγώ , εμένα δεν μ’ έχουν χτυπήσει ή εσύ δεν το γνωρίζεις.

Και ο νεαρός πίσω μου.

-Με συγχωρείτε μήπως μπορείτε να μου πείτε τι ώρα είναι γιατί ξέχασα να φορέσω το ρολόι μου.

-Δέκα και μισή

-Ευχαριστώ… και πάλι να με συγχωρείτε , μήπως σας κουράζω.

Μετράω από μέσα μου. .Άλλη μια φορά αν πεί με συγχωρείτε θα…

-Αχ πάλι θα σας ενοχλήσω και σας ζητώ ξανά συγγνώμη μήπως ξέρετε σε ποια στάση….

Αναπηδάω στο κάθισμα και γυρίζω προς τα πίσω. Τον πιάνω από τον γιακά του αρωματισμένου παλτού του.

-Ρε σύ γιατί είσαι τόσο φοβισμένος. Τι διάολο το θες αυτό το με συγχωρείτε συνεχώς. Τι φοβάσαι ε; Πές μου τι φοβάσαι.

-Με συγχωρ..

-Μην το ξαναπείς ρε άνθρωπε, μην το ξαναπείς, μη φοβάσαι , μη φοβάσαι …

Ε και είχα ξεκινήσει αυτό το πρωί με διάθεση ανέμελη, κουβαλούσα στις μπότες μου πράσινα ίχνη και σταγόνες δροσιάς από τη χλόη της Σαλαμίνας

Και σηκώθηκα, εδώ κατεβαίνω και θέλησα να νιώσω πως τώρα θα ξεφύγω , πως ακόμα κουβαλώ στα πόδια μου τη δύναμη, οπ να πηδήσω δυναμικά έξω από το λεωφορείο.

Που να πάρει τι διάολο χαμήλωσαν έτσι τα σκαλιά των λεωφορείων, πως το ξέρουν αυτοί πως δεν είμαστε για περήφανα άλματα.

Και κόντεψα να πέσω, και κόντεψα να προσφέρω μια μεγάλη ανακούφιση στο πλήθος του λεωφορείου. .Θα είχαν να λένε: Τουλάχιστον εμείς σήμερα δεν πέσαμε και να λένε την καημένη…κι από μέσα τους γιορτή .Αχ για σήμερα άλλος ήταν αυτός που πήρε πάνω του την πτώση.

Δεν έπεσα, αλλά δεν πέτυχα εκείνο το περήφανο άλμα που επιθυμούσα και κοίταζα τώρα επίμονα και προσεχτικά το πεζοδρόμιο ν’ αποφύγω τις παγίδες .

Όμως ναι ήλιε αντιστέκομαι τουλάχιστον σε σένα. Φορώ το παλτό μου, φορώ τις μπότες μου και μπορώ να παριστάνω πως δεν σκάω, εσύ δεν μπορείς να με αποκαλύψεις. Και θάρθει δε θάρθει ο χειμώνας….

Ροβίνα Άλμπα

η αρχειοθήκη μας

Χωρίς παρεξήγηση..

1.Κάθε ανάρτηση του blog εκφράζει μονάχα τον αρθρογράφο της_
2.Κάθε ιστορική αναφορά που παρατίθεται στο blog εχθρεύεται τις διαδρομές του πατριωτικού σπαραγμόύ ή της υπερηφάνειας._

.
Powered By Blogger