Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΤΣΙ

Μην ξεφεύγεις συνεχώς από την αλήθεια. Τόσο καιρό δεν κουράστηκες να ξεγελάς τον εαυτό σου. Δεν είναι κουνούπι αυτό που βουίζει ξαφνικά στο αυτί σου . Μην κουνάς τα χέρια σου για να το διώξεις .Μην τινάζεις με μανία τις νύχτες τα σκεπάσματά σου στον αέρα και μετά κουκουλώνεσαι από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μουρμουρίζεις.

-Ανάθεμά σε κουνούπι. Τι διάολο και τώρα το χειμώνα εσύ επέζησες;

Έξω κάνει φοβερό κρύο. Μια από τις σπάνιες κρύες νύχτες εδώ στο νότο. Έτσι που κουκουλώθηκες παρακολουθείς την ανάσα σου. Τι γλυκιά αυτή η θαλπωρή. Για βάλε μια σειρά, μην αποφεύγεις τη ζωή σου. Εδώ κανείς δε σε βλέπει. Είσαι μόνη σου. Άρχισε να μιλάς σιγά-σιγά γι’ αυτά που χρόνια αποφεύγεις. Κοίτα πόσα χρόνια λιποτακτείς, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, κάνεις ότι όλα τα έχεις ξεπεράσει. Και όλα κυλούν στο αίμα σου, όσο εσύ δεν τ’ αναγνωρίζεις, όσο εσύ τα αγνοείς αυτά απλώνουν ρίζες σε όλο σου το κορμί.

Πετάχτηκε από το κρεβάτι

-Δεν καταδέχομαι να μιλώ στα κρυφά για τον εαυτό μου. Και στο κάτω κάτω για τις δυσκολίες, για τις απώλειες για τις μαύρες μέρες της ζωής μου, μου χρωστάνε , όλοι μου χρωστάνε δεν έχω λόγο ν’ απολογηθώ σε κανέναν ,ούτε άνθρωπο , ούτε θεό.

Γέμισε το ποτήρι της με κονιάκ, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και βγήκε στη βεράντα.

Το διάλεξε αυτό το απόμερο σπίτι ,δεν έβλεπε παρά μόνο στη σκοτεινή θάλασσα. Τα νυχτερινά φώτα της πολιτείας ήταν από την άλλη μεριά. Θεωρούσε μίζερα τα φώτα της νύχτας στις πολιτείες, μικρές αντιστάσεις στο σκοτάδι. Αυτή ήθελε το ατόφιο μαύρο της νύχτας όπως και το ατόφιο φως της μέρας.

Κάθισε στην πολυθρόνα κι άναψε ένα τσιγάρο

-Έτσι που λες Γκόραν , έτσι που λες Ράξα, απευθύνθηκε στα δύο ντόπερμαν που είχαν ήδη καθίσει πλάι της, δεν έχω να απολογηθώ σε κανέναν, δεν μετάνιωσα για τις επιλογές μου , όχι δεν μετάνιωσα και που να πάρει πόνεσα , πόνεσα πολύ.

Έμεινε σιωπηλή και φούντωσε ξανά στ’ αυτιά της το βούισμα.

Έσφιξε το ποτήρι της και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.

-Καλά λοιπόν , καλά μη με βασανίζεις άλλο, δεν είναι βούισμα κουνουπιού, είναι η φωνή της. Το ξέρω είναι η φωνή της, η φωνή της μάνας μου. μόνο που δεν την έχω αφήσει ακόμα να μου μιλήσει ή μου μιλάει μα εγώ δεν την ακούω.

Ας τα πιάσουμε με τη η σειρά Ελένη. Την τρόμαζε να πει .Έχουν περάσει από τότε 13 χρόνια, ήταν 24 χρονών. Όχι, όχι δεν θ’ αρχίσει από κει.

Ήταν πριν έξι μήνες. Άνοιξη όταν τον συνάντησε. Στο ανθοπωλείο. Τον πρόσεξε που διάλεγε λουλούδια.

-Θέλω μόνο αυτά που έχουν ακόμα άρωμα. Φωνή τρυφερή ,αλλά γεμάτη αντρικά χρώματα.

Δεν μου αρέσουν οι άντρες που έχουν τρυφερή φωνή σκέφτηκε κι έπιασε μια γλάστρα με αρωκάρια. Θα τη φύτευε μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού και θα χαιρόταν να τη βλέπει να ψηλώνει περήφανη, λιτή χωρίς ευπαθή άνθη.

Ήταν ωραίος αθλητικός, δεν το κατάλαβε πως τα κατάφερε και μπήκε στο χώρο της.

-Να σας βοηθήσω να την πάτε στο αυτοκίνητο;

Δε θυμάται αν του το είπε το όχι ή το σκέφτηκε. Σημασία έχει ότι μετά από λίγο καθόταν δίπλα της κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο μπουκέτο γιούλια που γέμιζαν το χώρο του αυτοκινήτου μ’ ένα βαρύ, λαϊκό το έλεγε αυτή ,άρωμα. Αφέθηκε, αυτό ήταν, αφέθηκε.

Ήταν μια γυναίκα με παράξενη επιβλητική παρουσία, δε θα την έλεγες όμορφη, είχε όμως ένα ακαταμάχητο περήφανο βλέμμα κι ένα σπάνιο χαμόγελο.. Το χαμόγελο ήταν το μόνο που της ξέφευγε από τον έλεγχό της, δεν το συμπαθούσε, είχε μια γλυκύτητα που μπέρδευε τους άλλους

Αφέθηκε να τη συνοδέψει μέχρι το σπίτι της , τον άφησε να μπει στο αυτοκίνητο της γιατί η μυρωδιά του είχε κάτι το μεθυστικό, έτσι της φαινόταν και κάτι της θύμιζε , κάτι ευχάριστο, δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τι.

Στη διαδρομή ενώ τον άκουγε που της έλεγε αυτά που λένε οι άνθρωποι όταν αρχίζουν να γνωρίζονται, συνηθισμένες τυπικότητες σκεφτόταν:

Που να πάρει δεν είναι μόνο το χαμόγελό μου που δεν ελέγχω,είναι κι αυτή η αιφνίδια συγκατάβαση. Τι θέλω τώρα εγώ με τούτον εδώ;

Την ξάφνιασε το γέλιο του. Σαν να λύθηκε μέσα της κάτι. Είναι μερικοί ήχοι που κάποιες στιγμές, μαγικές θα τις έλεγε, αποκτούν υπόσταση. Άκουσε το γέλιο του κι ένιωσε να ξεκολλά από το πρόσωπό της σαν νοτισμένο πανί που της δημιουργούσε ασφυξία, αυτή η επιφύλαξη ή μάλλον αυτό το αίσθημα ελαφριάς περιφρόνησης που είχε για τους ανθρώπους. Γέλασε κι αυτή , όχι όμως δυνατά.

Κι ακολούθησαν μέρες απλές , γεμάτες τρυφερότητα και γλυκά λόγια που λένε οι ερωτευμένοι. Αυτός της τα έλεγε, αυτή δεν μιλούσε ,του δινόταν γελώντας.

Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή σου,που μπορεί να κρατήσουν μήνες ή ακόμα και χρόνια που χωρίς να το αντιληφτείς γίνεσαι κάποιος άλλος. Ανοίγεις τα όρια των ανοχών σου, κατασκευάζεις φιλοσοφίες που ξέρεις πως θάρθει η στιγμή που θα τις δεις απλές δικαιολογίες κι όμως όσο σε βολεύουν τις ασπάζεσαι ως αλήθειες.

Τον άφησε να πιστέψει πως η σχέση τους θα είχε μέλλον.

Ήταν απόγευμα. Τέλος της άνοιξης.

-Πάμε μια βόλτα στα μαγαζιά γλυκιά μου;

Τη σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα με έπιπλα μινιατούρες.

-Κοίτα.

Ήταν το εσωτερικό ενός σπιτιού σε στυλ ρουστίκ με χρώμα γλυκό καφέ.

-Σου αρέσει;

Συνήθως δεν περίμενε την απάντησή της

-Έτσι θα φτιάξουμε το σπίτι μας και θα έχουμε και κήπο.

Μπήκε και το αγόρασε.

Το έστησε στο τραπεζάκι του σαλονιού.

-Ελένη πες μου κάτι για σένα.

-Σου έχω πει.

-Όχι δε θέλω πληροφορίες για τις σπουδές σου, για τους γονείς σου, για τη δουλειά σου. Μου τα έχεις πει. Πες μου μια εικόνα από τη ζωή σου. Μίλησέ μου, να τώρα που κοιτάζεις την αρωκάρια τι σκέφτεσαι.;

Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Ήταν τόσο καλοπροαίρετος τόσο γλυκός που την έβαλε σε πειρασμό. Θέλεις να μάθεις για μένα ε; Εσύ που ονειρεύεσαι να κάνεις μαζί μου οικογένεια που με βρήκες τώρα σε μια περίοδο χειμέριας νάρκης γιατί κουράστηκα. Αχ και για να πω την αλήθεια, θάθελα να μπορούσα να μοιραστώ κάποια πράγματα μαζί σου όμως αν σου μιλήσω δε θα ξέρεις από πού να φύγεις Σε χρειάζομαι ακόμα γιατί όσες βραδιές μένεις μαζί μου μπορώ και κοιμάμαι εύκολα..

-Αυτός ο κόσμος είναι μόνο για μένα και δε θα τον μοιραστώ με κανέναν. Το είπε όχι με θυμό αλλά σαν απόφαση δικαστηρίου.

Κι εκείνος το δέχτηκε γιατί ήταν ερωτευμένος μαζί της, γιατί πίστευε πως διέθετε μια διαίσθηση κι έλεγε στον εαυτό του. Όλη αυτή η σιωπή μόνο πόνο μπορεί να κρύβει. Την πλήγωσαν, είναι καλή η Ελένη και σίγουρα θάρθει και η ώρα της εξομολόγησης.

Κι αφηνόταν η Ελένη στη γλυκιά παρηγοριά του Λεωνίδα

-Ελένη δεν βγήκες στο μπαλκόνι μέσα στην κρύα νύχτα, δεν ανάβεις το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο για να μιλήσεις για την μικρή γλυκιά παρηγοριά του Λεωνίδα. Ας προχωρήσουμε λοιπόν. Σ’ ακούω.

Η Ελένη δεν πίστευε στα παράξενα, δεν πίστευε στις υπερφυσικές παρουσίες αλλά τώρα την έβλεπε. Ναι την έβλεπε εκεί στην άκρη της βεράντας αιωρούνταν η φιγούρα της μάνας της. Το ξέρω πως είναι παιχνίδι του μυαλού μου. τρομερό πράγμα το μυαλό, σου στήνει μπρος στα μάτια σου φαντάσματα. καλά θα κάνω να το συμμαζέψω. ’Έτσι σκεφτόταν αλλά τώρα που είχε απέναντί της αυτή την παρουσία σκέφτηκε πως θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτική να μην κάνει καμία απότομη κίνηση, ακόμα και η φωνή της να είναι χαμηλή για να μην τρομάξει τη σκιά, πως μπορεί και τη λέει σκιά, για να μην τρομάξει τη μάνα της.

-Μάνα σ’ άφησα να πεθάνεις μόνη σου. Ούτε στην κηδεία σου δεν ήρθα. Δεν σου είχα αφήσει τρόπο να επικοινωνείς μαζί μου. Είχα εξαφανιστεί για δύο ολόκληρα χρόνια.

Κι άρχισε η Ελένη ένα χαμηλό σπαραχτικό θρήνο. Τα σκυλιά την κοίταξαν ανήσυχα κι ακούμπησαν τρυφερά τα κεφάλια τους στα γόνατά της

Έβλεπε την κόρη της να κλαίει και τη λυπήθηκε. Όμως ακόμα και τώρα ήταν τόσο μεγάλη η πίκρα που είχε νιώσει στη ζωή της που δεν ήθελε να την παρηγορήσει . Γύρισε την πλάτη της.

-Μάνα σε παρακαλώ μη φεύγεις.

-Τώρα δεν έχει πια νόημα να μιλήσουμε.

-Θέλω να σου εξηγήσω , ποτέ δεν σε ξέχασα ,πάντα σ’ αγαπούσα.

-Ελένη η αγάπη είναι άγγιγμα ,είναι βλέμμα, είναι η κουβέντα στον απογευματινό καφέ. Το ξέρω πως δεν με είχες ξεχάσει , αλλά ξέρω και πως δεν με αγαπούσες, ένα περίεργο βάρος ήμουν στη σκέψη σου και τώρα ακόμα προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Καλύτερα είναι να το παραδεχτείς .

Γύρισε πάλι προς το μέρος της. Και είδε η Ελένη πάνω στο πρόσωπό της την βαθιά λύπη, την απόγνωση

-Μα εσύ μάνα ήσουν τόσο μακρόθυμη, ποτέ δε θύμωνες ποτέ δε διεκδικούσες ούτε αυτό που σου άξιζε.

-Από σένα δεν μπορούσα ποτέ να διεκδικήσω , ήθελα μόνο αυτό που εσύ θα μου έδινες. Και δε μου έδωσες τίποτα ή μάλλον μ΄ έκανες να γνωρίσω την πιο βαθιά λύπη που μπορεί κανείς να γνωρίσει. Θυμάσαι που σε παρηγορούσα για το κάθε τι. Έτσι ήμουν τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου Δεν ζητούσα τίποτα, μόνο έδινα κι αυτό εσύ το θεωρούσες αδυναμία, το θεωρούσες αδικία. Όταν ο πατέρας σου έφυγε και μας εγκατέλειψε το μόνο που είπα ήταν: Εύχομαι να μην έκανε λάθος στην επιλογή του, ενώ εσύ είχες σκυλιάσει μαζί του κι έφτυνες και τον έβριζες με τα χειρότερα λόγια. Όταν εσύ προτίμησες να πάς στη Γερμανία να σπουδάσεις κοινωνιολογία ενώ μπορούσες να σπουδάσεις εδώ κοντά μου αυτό που σου είπα ήταν Κοίτα Λενάκι να μη σου ξεφύγει η ζωή κοίτα μην μπερδευτείς με καταστάσεις, μην κάνεις πράγματα που θάρθει μια μέρα και θα μετανιώσεις. Είσαι πλάσμα περήφανο, αλλά μάθε από τώρα να αποδέχεσαι πως υπάρχει μια περίεργη εκδίκηση για τους περήφανους αν δεν αφήσουν περιθώρια για την ήττα για τη φθορά που όχι δεν είναι ο θάνατος, αυτό είναι η τελική πράξη, είναι η πορεία προς το θάνατο που είτε το θέλουμε είτε όχι μας αφοπλίζει σταδιακά σχεδόν χαιρέκακα σαν να φοβάται η φύση πως αν σταθούμε μέχρι το τέλος πολεμικά περήφανοι αυτό θα σήμαινε άρνηση να παραδοθούμε στο χώμα και οι άνθρωποι που αντιστέκονται μέχρι τέλους έχουν δύσκολο θάνατο.

Αλλά ο δύσκολος θάνατος ήταν για μένα.

Πες μου έχεις ακόμα μέσα σου κάτι από κείνη τη φλόγα που είχες τότε που ήσουν φοιτήτρια στη Γερμανία; Τι σου έμεινε τώρα; Τι σου έμεινε μετά από κείνες τις φλογισμένες νύχτες, από πράξεις ανατρεπτικές σαν τον θάνατο από κείνες τις στιγμές εκεί στο δασάκι έξω από το Ντύσελντορφ , όταν ο Πήτερ χτυπημένος θανάσιμα από τις σφαίρες των αστυνομικών με όση δύναμη του έμενε σε παρακαλούσε να τον αφήσεις και να φύγεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρετε οι δυό σας κι εσύ τον τράβαγες και τον έσερνες στο χώμα ζητώντας διέξοδο και δεν σ’ ένοιαζε…

-Σταμάτα, σταμάτα ..

Κι όσο παράξενο κι αν σας φανεί ,είναι αλήθεια. Τα μάτια της Ελένης έλαμψαν μες στο σκοτάδι, μια λάμψη πραγματική σαν αναμμένα κάρβουνα.

-Αν κάτι με συντρίβει, είναι ότι δεν έχω πια εκείνους τους συντρόφους. ..Τότε αγαπούσα τις νύχτες ιδιαίτερα, γιατί μας έδιναν τη δυνατότητα ν’ ανάβουμε φωτιές στα αρχαία μονοπάτια των ανθρώπων, φωτιές λαμπερές, καθαρτήριες για πάθη μίζερα, για ζωές μικρές και φοβισμένες που γεννήθηκαν από τις συνθήκες από τις μικρές δειλές απογευματινές μοναξιές μας, Δεν τέλειωσα εκείνη την εποχή γιατί σε σκεφτόμουν, γιατί ήθελα να γυρίσω κι εσύ.. Αν ήσουν έτσι όπως έδειχνες γεμάτη συγκατάβαση, γεμάτη κατανόηση, θα με περίμενες , δε θα έσπαγε η καρδιά σου όταν εγώ σε ξέχασα για δυο χρόνια. Και όχι δεν είναι αλήθεια δε σε ξέχασα σε σκεφτόμουν κάθε μέρα, μιλούσα μαζί σου στα όνειρά μου ,αλλά μετά το θάνατο του Πήτερ δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί σου Κι εσύ που όλα τα καταλάβαινες, αυτό δεν το κατάλαβες.

Σαν να της φάνηκε πως άκουσε έναν λυγμό.

-Δεν το ήθελα Ελένη να γίνει έτσι. Σε περίμενα κι είχα σκοπό να σε περιμένω για πολύ αν και πάντα είχα ένα φόβο μέσα μου. Φοβόμουν πως ακόμα κι όταν γύριζες θα έμενες για πάντα αιχμάλωτη σ’ αυτή τη σαγήνη του μυαλού σας που παραβίαζε συνεχώς τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας, που ακύρωνε όλους τους κανόνες που διέπουν αιώνες τώρα τις μέρες των ανθρώπων.

-Να κάτι τέτοια μου έλεγες μάνα κι εγώ ένιωθα δεμένη σ’ ένα σκληρό πεπρωμένο. Ούτε τώρα πιστεύω πως υπάρχουν αμετάκλητοι αιώνιοι κανόνες, όλα μπορούν ν’ αλλάξουν ,όλα αρκεί να γίνουμε πολλοί..

Μεσολάβησε μια σιωπή.

-Για πες μου μάνα, τι έγινε και δεν σε βρήκα όταν γύρισα.

-Μετά από δύο μήνες σιωπής σου, όταν έμαθα για το θάνατο του Πήτερ, τα παράτησα όλα και πήγα στη Γερμανία. Πήγα σ’ εκείνο το δασάκι, περπάτησα εκεί στο μέρος εκείνο , πήγα και κάποια νύχτα δε φοβόμουν πια τίποτα. Το ξέρεις , το θυμάσαι που μου άρεσε να λέω πως πίστευα σε οιωνούς σε χρησμούς, έτσι μπορούσα να ξεκινήσω κάποια νύχτα και να πάρω τους δρόμους, γιατί μου είχε φανεί πως είχα ακούσει ένα κάλεσμα ,μπορεί να ήταν απλά μια κοριτσίστικη φωνή από κάποιο δρόμο πιο πέρα ,για μένα όμως τότε ήταν η φωνή σου που με καλούσε, έδινα σημασία στα όνειρά μου, προσπαθούσα να τα αποκρυπτογραφήσω , άλλα τα θεωρούσα προφητικά όταν μου έδιναν ένα φως, μια ελπίδα.

Πέρασα εκεί σχεδόν έναν μήνα. Όλο ομίχλη και βροχή .Έπρεπε να φύγω, δεν είχε νόημα να σε ψάχνω άλλο. Περπατούσα για τελευταία φορά κάτω από τα δέντρα που έσταζαν υγρασία εκεί στο δασάκι, τότε ήταν που σκέφτηκα πως περπατούσα στις όχθες του Αχέροντα, ναι έτσι σκέφτηκα και ξαφνικά είδα τον εαυτό μου από μακριά. Πως είχα καταντήσει θεέ μου .Μια σκυφτή αδύνατη γυναίκα που δεν όριζε καλά το βήμα της . Έσερνα τα πόδια μου ,στην πραγματικότητα δεν ήθελα να περπατάω, ήθελα να αφηνόμουν εκεί στο βρεγμένο χώμα και να τελείωνα. Με είχε κουράσει ο φόβος που ένιωθα για σένα ,δεν άντεχα τις νύχτες , δεν άντεχα την αναμονή, όλο φοβόμουν πως θα μάθαινα κάτι κακό, τότε εκεί στο δασάκι ήταν που σκέφτηκα για πρώτη φορά πως δεν με αγαπούσες. Κάθισα κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου κι εκείνο που μουρμούριζα ήταν αυτό. Η αλήθεια είναι πως δεν την νοιάζει για μένα, η αλήθεια είναι πως δεν με αγαπάει. Ήξερες πως ήμουν μόνη μου πως δεν είχα κανέναν άλλον άνθρωπο δικό μου κι όμως… .Ξανάρθε στο μυαλό μου η σκέψη πως περπατούσα στις όχθες του Αχέροντα Και περίεργο σαν να ξαλάφρωσε η ψυχή μου.. Κανένα μαρτύριο δεν είναι ατελείωτο, μουρμούρισα, όλα μπορούν να τελειώσουν. Δεν θα το έκανα εγώ , όλα θα γινόταν μόνα τους, ήσυχα όπως έγιναν. Τον τελευταίο καιρό δεν κλείδωνα την πόρτα του σπιτιού ήμουν τόσο σίγουρη πως το τέλος πλησίαζε. Θέλω να σου πω πως είχα μια έξοδο πολύ ειρηνική, θέλω να σου πω πως εκείνη τη νύχτα το μόνο που ήθελα ήταν εσύ να τα καταφέρεις καλύτερα από μένα κι έτσι όπως ήταν όλα ήσυχα, κι έτσι όπως χανόμουν άκουσα φωνές, παιδικές φωνές στο σπίτι μας..

-Μάνα θέλω να σε αγκαλιάσω, θέλω να σε αγγίξω.

Κι είχε η φωνή της κόρης της τόση απόγνωση , τόσο σπαραγμό που φοβήθηκε. Δεν ήθελε να έχει τη δική της πορεία κι ενώ είχε πιστέψει πως όλα είχαν σβήσει μέσα της όταν είδε τα χέρια της ν’ απλώνονται στην νύχτα θυμήθηκε ξανά την τρυφερότητα, την αγάπη..

-Ελένη, Ελένη. Μη λυπάσαι άλλο πια. Όταν πας στο σπίτι ,στο σπίτι μας, εκεί στον κήπο εκείνον τον καιρό φύτεψα μια καρυδιά. Το ήξερα , το προαισθανόμουν ότι δε θα σε ξανάβλεπα, δε θα σε αγκάλιαζα ποτέ πια. Μια ολόκληρη μέρα φύτευα αυτή την καρυδιά. Τη νύχτα κοιμήθηκα πλάι της και σ΄ ονειρεύτηκα Εκεί να πας και να την κρατήσεις όσο μπορείς περισσότερο μέσα στα χέρια σου. Εκεί άφησα τον εαυτό μου για να μπορέσουμε να αγκαλιαστούμε και πάλι

Μη λυπάσαι άλλο. Μη λυπάσαι… Την άλλη φορά που θα περάσω από δω θέλω να δω φώτα μέσα στο σπίτι σου, θέλω ν΄ ακούσω μουσική , μουσική χαρούμενη αλλά κάπου-κάπου θα ήθελα να μου βάζεις ν’ ακούω το κομμάτι από την Tosca του Puccini ..e Lucevan Le Stelle

Η Ελένη σηκώθηκε.

-Μάνα περίμενε.

Σε λίγο ακουγόταν μέσα στη νύχτα το κομμάτι που της άρεσε. Η Ελένη είχε γυρίσει πάλι στη βεράντα κι άκουσε τη μάνα της ν’ απομακρύνεται σαν ένα απαλό φύσημα του αέρα κι άφηνε πίσω της ένα μικρό χαρούμενο γέλιο.

Δε θα τελειώσω αυτή την ιστορία ,δε θα βάλω για τίτλο αυτό που σκέφτηκα στην αρχή «…Κατά μόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω…»βλέπεις έχω και αδυναμία στις εκκλησιαστικές ρήσεις, άλλη ιστορία κι αυτό. Θέλω να την ξανασυναντήσω την Ελένη. Δεν θα διαλέξει αυτόν τον τίτλο ως απόφαση ζωής, είναι πολύ πληκτικές τέτοιες αποφάσεις, πρέπει πάντα ν’ αφήνεις ανοιχτές προοπτικές ακόμα και για τους γλυκείς Λεωνίδες.

Την παρακολουθώ τώρα τις νύχτες που βγαίνει αργά τις μικρές ώρες για να πάει βόλτα τα δύο ντόπερμαν. Φιγούρα δυνατή ξαναδιασχίζει τους δρόμους προτάσσοντας επιθετικά το στήθος της. Ανεμίζουν τα μαύρα μακριά της ρούχα και τα δυο σκυλιά παράξενοι σύντροφοι περπατούν κι αυτά αλλιώτικα με το κεφάλι ψηλά σαν μελλοντικοί νικητές.


Ροβίνα Άλμπα


Κυριακή 16 Μαΐου 2010

ΜΑΖΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΝΗΣΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ

Ας το πούμε απλά. Δε γουστάρουμε να πάμε φαντάροι. Δε θέλουμε το στρατό ούτε για εμάς, ούτε για κανέναν. Μας απωθεί ένας μηχανισμός εξουσίας, ιεραρχίας, απόλυτης πειθαρχίας, παραλογισμού, ισοπέδωσης της προσωπικότητας, της διαφορετικότητας, της ιδιαιτερότητας. Ένας μηχανισμός που υπάρχει για να ασκεί βία προς τρίτους, αλλά και στους ίδιους τους “μετέχοντες” σε αυτόν.
Γνωρίζουμε τι ρόλο έχουν παίξει οι στρατοί ως σφαγείς της ιστορίας, κατακτητές, δυνάμεις κατοχής ή εσχάτως “ειρηνευτικές δυνάμεις” και “ανθρωπιστικές αποστολές”. Ξέρουμε και τα παράσημα του “δικού μας” εθνικού στρατού. Το ρόλο του στις δικτατορίες τόσο τις προπολεμικές όσο και κυρίως της επταετίας. Τις διεθνείς του αποστολές στην Ουκρανία, στην Κορέα, στη Βοσνία, το Κόσοβο, το Αφγανιστάν.
Αν υπάρχει κάποιο νόημα στη λέξη πατρίδα σίγουρα για εμάς δεν είναι το μίσος για το γείτονα Τούρκο, Μακεδόνισσα, Αλβανό κτλ. εργαζόμενο, μαθήτρια, φοιτητή που αναγκάζεται να καταπίνει τις αντίστοιχες αηδίες περί εθνικού συμφέροντος που μας ταΐζει και η εγχώρια άρχουσα τάξη και η στρατοκρατική κάστα (ευτυχώς αδύναμη και σε απαξίωση όσο ποτέ σε αυτή τη χώρα). Μας είναι ξεκάθαρο πως το μέτωπο σύγκρουσης που διαλέγουμε είναι ενάντια στο αφεντικό μας, στο λαμόγιο πολιτικό που μας κυβερνά, τους κεφαλαιοκράτες του τόπου που μας κοροϊδεύουν στα μούτρα, έναντια στον κάθε τύπου φασίστα της διπλανής πόρτας και όχι εναντίον των απέναντι (που η αμαρτία τους είναι απλά ότι γεννήθηκαν απέναντι).
Μας εξοργίζουν οι στρατιωτικές δαπάνες. Έχουμε δέκα χρόνια που τελειώσαμε το σχολείο, πολύ λίγα που βγάλαμε την όποια κάποια σχολή μας, μόλις (άλλα ήδη) 2-3 τουλάχιστον που μπήκαμε στην εργασία. Δεν προλάβαμε να ξεχάσουμε τις ελλείψεις στα προηγούμενα χρόνια σε δασκάλους, σε υποδομή, σε βιβλία και γενικά σε δυνατότητες. Κι έχουμε ήδη νιώσει στο πετσί μας την τρομοκρατία του βασικού μισθού, την αγωνία αν θα μας κολλήσουν ένσημα ή όχι, αφού (λέμε τώρα) μετά από πολύ κόπο γλιτώσαμε από την αγωνία αν θα έχουμε δουλειά. Την ίδια στιγμή τα αεροπλάνα του στρατού ψηλότερα και περισσότερα πετούν, οι φρεγάτες μακρύτερα πλέουν. Κανένας μπαμπούλας για εχθρούς του έθνους δεν μας πείθει για την ανάγκη αυτών των εξοπλισμών, και σίγουρα το δόγμα “για να έχεις ειρήνη, ετοιμάσου για πόλεμο” είναι από τα πιο άρρωστα που σκέφτηκε ποτέ ανθρώπου νους.
Μας κάθεται στο σβέρκο κι ο κοινωνικός ρόλος του στρατού. Ένα ακόμα κεφάλαιο στη γραμμικότητα της ζωής μας. Ένας χρόνος έξω από τον κόσμο, μακριά από όσα αγαπούμε, από όσα κάνουμε, από τους αγώνες μας. Κι αυτό γιατί «οι εμπειρίες από το στρατό είναι αξεπέραστες», «το κλίμα φανταστικό» (σχεδόν θλίψη προκαλούν αυτές οι ατάκες) και κυρίως γιατί θα γίνουμε (επιτέλους) άντρες. Ε, όχι, αν η αντροσύνη είναι αυτό που είστε, κρατήστε την για τον εαυτό σας, ας παραμείνουμε παιδιά, ας μπορούμε να αγγίξουμε και τη θηλυκή (ή όποια άλλη) πλευρά μας.
Τι νόημα έχει αν δε βγεις να το φωνάξεις;
Αισθανόμαστε αλληλέγγυοι με καθέναν που αρνείται την ένταξη στο στρατιωτικό μηχανισμό, που αμφισβητεί δια της απουσίας του ή της πάσης φύσεως διαφορετικής – εναλλακτικής στάσης του την υποχρεωτική στράτευση. Με αυτούς που βγάζουν τη γλώσσα και πηδούν από τη βάρκα ή διαλέγουν άλλο καράβι. Απλά δεν είναι αυτό που μας ταιριάζει, αυτό που (μετά από πολλή σκέψη και κουβέντα) διαλέγουμε. Θαρρούμε πως είναι πια ώριμος ο καιρός να βγούμε και να αρνηθούμε τη στράτευση πολιτικά, δημόσια και ωραία. Πως χρειάζεται να σπάσει η σιωπή γύρω από το θέμα, να δημιουργηθεί ένα ρήγμα στο πλέγμα της βεβαιότητας πως “έτσι έχουν τα πράγματα” και της αφωνίας των σκέψεων ότι δεν είναι μόνο έτσι. Να μιλήσουμε ξεκάθαρα για κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης (σκεπτόμενοι διαρκώς την κατάργηση του στρατού ως τέτοιου), αρνούμενοι μαζί με αυτήν κάθε δικαίωμα του στρατού και του κράτους να μας την επιβάλλουν. Να κάνουμε σαφές και αδιαπραγμάτευτο το δικαίωμά μας στην συνειδητή και “στρατευμένη” προσφορά του χρόνου, της διάθεσης, της γνώσης και της κάθε ικανότητάς μας στις κοινωνικές δράσεις και τα κοινωνικά πεδία που ιεραρχούμε υψηλότερα και στα οποίες γνωρίζουμε καλύτερα από κάθε υδροκέφαλο μηχανισμό πως μπορούμε να προσφέρουμε περισσότερο.
Χαιρόμαστε και γεμίζουμε δύναμη από τη συνάντησή μας και την αβίαστη απόφαση της συμπόρευσής μας. Βρεθήκαμε και ενώνουμε διαθέσεις και δυνάμεις για να κινηθούμε όχι, όπως θα μας προτιμούσαν, κατά μονάδες χαμένες στην επικαιρότητα και το χάος των γεγονότων, αλλά ως συλλογικότητες, μικρές ή μεγαλύτερες με αλληλεγγύη και αμοιβαία εμπιστοσύνη με λόγο επιθετικό και ξεκάθαρο.
Στις σειρές του Μαΐου και του Αυγούστου του 2010, κάποιοι ούτε θα παρουσιαστούμε, ούτε θα κρυφτούμε. Θα φορέσουμε καλοκαιρινά κι όχι παραλλαγή, θα κάνουμε κάμπινγκ κι όχι στρατόπεδο. Γνωρίζοντας τις ενδεχόμενες συνέπειες και αναλαμβάνοντας πλήρως τις ευθύνες της επιλογής μας, θα αρνηθούμε το στρατιωτικό μας πεπρωμένο, διατηρώντας ακέραιη την πολιτική και κοινωνική μας υπόσταση.
Μάιος 2010
Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Γιάννενα-Κόρινθος,
  • Παναγιώτης Σιαβελής
  • Άγγελος Νικολόπουλος
  • Μόρις Ζαφειριάδης
  • Δημήτρης Σωτηρίου
  • Μενέλαος Εξίογλου
  • Ευάγγελος Ζώης
  • Σταύρος Κεφάλας
από http://www.antirrisies.gr/

Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ


οι δολοφόνοι “θρηνούν” τα θύματά τους
(για τον σημερινό τραγικό θάνατο 3 ανθρώπων)

Η μεγαλειώδης απεργιακή συγκέντρωση και πορεία σήμερα Τετάρτη 5 Μαϊου μετατράπηκε σε έναν κοινωνικό χείμαρο οργής. Τουλάχιστον 200 χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας στο δρόμο (εργαζόμενοι και άνεργοι, στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ντόπιοι και μετανάστες) επιχειρούσαν επί ώρες σε διαδοχικά κύματα να περικυκλώσουν και να καταλάβουν τη Βουλή. Οι δυνάμεις καταστολής σε πλήρη διάταξη στο γνώριμο ρόλο τους, αυτόν της προάσπισης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Οι συγκρούσεις πολύωρες και εκτεταμένες. Το πολιτικό σύστημα και οι θεσμοί του στο ναδίρ.
Αναμέσα σε όλα όμως, ένα περιστατικό τραγικό που καμιά λέξη δεν μπορεί να το περιγράψει: 3 άνθρωποι νεκροί από αναθυμιάσεις στο υποκατάστημα της Marfin Bank στην οδό Σταδίου που τυλίχθηκε στις φλόγες.
Το κράτος και σύσσωμος ο δημοσιογραφικός συρφετός, χωρίς καμία αιδώ απέναντι στους νεκρούς και τους οικείους τους, μιλούν από την πρώτη στιγμή για δολοφόνους-κουκουλοφόρους, επιχειρώντας να αξιοποίησουν το συμβάν για να κατευνάσουν το ρεύμα κοινωνικής οργής που ξέσπασε, για να αποκαταστήσουν το κουρελιασμένο τους κύρος, για να επιβάλλουν ξανά τον αστυνομικό στρατό κατοχής στους δρόμους, για να καταστείλλουν τις εστίες κοινωνικής αντίστασης και ανυπακοής στην κρατική τρομοκρατία και την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Για το λόγο αυτό τις τελευταίες ώρες οι αστυνομικές δυνάμεις επελαύνουν στο κέντρο της Αθήνας, έχουν προχωρήσει σε εκατοντάδες προσαγωγές και έχουν εισβάλει με πυροβολισμούς και χειροβομβίδες κρότου λάμψης στην αναρχική κατάληψη “χώρος ενιαίας πολύμορφης δράσης” στην οδό Ζαϊμη και στο “στέκι μεταναστών” στην Τσαμαδού προκαλώντας εκτεταμένες ζημιές (και οι δυο χώροι στα Εξάρχεια). Την ίδια στιγμή, η απειλή της βίαιης αστυνομικής εκκένωσης επικρέμμεται πάνω και από τους υπόλοιπους αυτοοργανωμένους χώρους (καταλήψεις και στέκια) μετά το πρωθυπουργικό διάγγελμα περί εισβολών για τη συλλήψη των “δολοφόνων”.
Οι κυβερνήτες, οι κρατικοί αξιωματούχοι, το πολιτικό προσωπικό, τα τηλεφερέφωνα και οι έμμισθοι κονδυλοφόροι επιχειρούν με τον τρόπο αυτό να καθάρουν το καθεστώς τους και να εγκληματοποιήσουν τους αναρχικούς και κάθε ακηδεμόνευτη φωνή αγώνα. Λες και υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα αυτοί που επιτέθηκαν στην τράπεζα να γνώριζαν πως μέσα υπήρχαν άνθρωποι και ωστόσο να την πυρπόλησαν (εφόσον ισχύει το επίσημο σενάριο). Μάλλον μπερδεύουν τους αγωνιζόμενους ανθρώπους με τους εαυτούς τους, που χωρίς κανένα ενδοιασμό παραδίδουν ολόκληρη την κοινωνία στην πιο βαθιά λεηλασία και υποδούλωση, που υποδεικνύουν στους πραιτοριανούς τους να χτυπάνε ανενδοίαστα και να πυροβολούν στο ψαχνό, που οδήγησαν 3 ανθρώπους στην αυτοκτονία την τελευταία εβδομάδα λόγω χρεών.
Η αλήθεια είναι ότι ο πραγματικός δολοφόνος, ο πραγματικός αυτουργός του σημερινού τραγικού θανάτου των 3 ανθρώπων είναι ο “κύριος” Βγενόπουλος, που με τους γνωστούς εργοδοτικούς εκβιασμούς (απειλή απόλυσης) ανάγκασε τους υπαλλήλους του σε ημέρα απεργίας να εργάζονται στα υποκαταστήματα της τράπεζάς του, ακόμα και σε αυτά, όπως της Σταδίου, απ’ όπου θα περνούσε η διαδήλωση. Εκβιασμοί που είναι γνώριμοι σε όλους όσοι βιώνουν καθημερινά την τρομοκρατία της μισθωτής σκλαβιάς. Να δούμε, σήμερα, τι δικαιολογίες θα βρει να ξεφουρνίσει στους οικείους των θυμάτων και σε ολόκληρη την κοινωνία (με το γνωστό σιχαμένο μελιστάλαχτο και σοβαροφανές ύφος του) αυτός ο μεγαλοκεφαλαιούχος, που ορισμένα καθεστωτικά κέντρα τον προωθούν για επόμενο πρωθυπουργό σε κυβέρνηση “εθνικής ενότητας” μετά την αναμενόμενη ολοκληρωτική κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.
Αν μπορεί μια απεργία δίχως προηγούμενο να θεωρηθεί δολοφόνος…
Αν μπορεί μια διαδήλωση δίχως προηγούμενο, σε μια κοινωνική κρίση δίχως προηγούμενο, να θεωρηθεί δολοφόνος…
Αν μπορούν ανοιχτοί κοινωνικοί, ζωντανοί και δημόσιοι χώροι να θεωρηθούν δολοφόνοι…
Αν μπορεί το κράτος να απαγορεύει την κυκλοφορία και να επιτίθεται σε διαδηλωτές με το πρόσχημα να συλλάβει δολοφόνους…
Αν μπορεί ο Βγενόπουλος να κρατάει έγκλειστους εργαζόμενους μέσα σε μια τράπεζα, κατ’ εξοχήν κοινωνικό εχθρό και στόχο επίθεσης των διαδηλωτών…
…είναι γιατί η εξουσία, ο κατ’ εξακολούθηση δολοφόνος, θέλει να καταστείλει στη γέννησή της μια εξέγερση που αμφισβητεί τη λύση μιας ακόμα πιο βάναυσης επίθεσης στην κοινωνία, μιας ακόμα μεγαλύτερης κοινωνικής λεηλασίας από το κεφάλαιο, μιας ακόμα πιο διψασμένης αφαίμαξής μας.
…είναι γιατί το μέλλον της εξέγερσης δε χωρά πολιτικούς και αφεντικά, αστυνομία και ΜΜΕ.
…είναι γιατί πίσω από την πολυδιαφημισμένη “μοναδική” τους λύση, υπάρχει η λύση που δε μιλάει για ρυθμούς ανάπτυξης και ανεργία, αλλά για αλληλεγγύη, αυτοοργάνωση και ανθρώπινες σχέσεις.
Ας κοιταχτούν λοιπόν ανάμεσά τους τα φυράματα της εξουσίας και του κεφαλαίου, οι παρατρεχάμενοι και οι λακέδες τους για το ποιοι είναι οι δολοφόνοι της ζωής, της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας. Και σήμερα και πάντα.

ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ, ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ, ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΕΣ ΚΑΙ ΛΗΣΤΕΣ
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΕΣ
ΟΛΟΙ & ΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
ΕΞΕΓΕΡΣΗ

από την ανοιχτή συνέλευση του απογεύματος 5/5/2010
στην κατάληψη Πατησίων 61 & Σκαραμαγκά

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2010 - ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΦΙΑΣΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Αναδημοσιεύουμε από το διαδίκτυο 2 καταγγελτικές επιστολές ανθρώπων που συμμετείχαν στο διαγωνισμό του 'Καφενείου των Ιδεών', Σικελιανά 2005 και 2006

Επιστολή 1
Συνέβησαν κι αυτά τα όμορφα σήμερα στην απονομή βραβείων του «καφενείου των ιδεών» στη Σαλαμίνα, μέσα στα πλαίσια του Πανελλήνιου Διαγωνισμού «Σικελιανά 2006» όπου εκτός των άλλων ευτράπελων, αναγκαστήκαμε όλοι μας να πληρώσουμε χαράτσι των 10 ευρώ για την απόκτηση του βραβείου μας, εφόσον σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες του διαγωνισμού κέρδισαν τουλάχιστον ένα βραβείο, αρκετοί από αυτούς και δεύτερο και τρίτο, αφού οι κατηγορίες των λογοτεχνημάτων που βραβεύτηκαν ήταν υπερβολικά πολλές! Η απαράδεκτη εκδήλωση της απονομής των βραβείων, ξεκίνησε στις 10.30 το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 14.00 το μεσημέρι και κατά τη διάρκεια αυτής, μοιράζονταν σωρηδόν βραβεία ποίησης, πεζογραφημάτων, δοκιμίων, παραμυθιών και έργων εικαστικής τέχνης. Περιττό να σας πω, πως πήγα στην εκδήλωση για να βραβευτώ με το πρώτο βραβείο ποίησης, για το ποίημά μου «Ένας Άγγελος» και τελικά βραβεύτηκα με το πρώτο βραβείο «ανένταχτης ποίησης» για κάποιο ποίημα με τον τίτλο «Αναμενόμενη έπαρση» που φυσικά ΔΕΝ είναι δικό μου.

Επιχείρησα να διαμαρτυρηθώ στον πρόεδρο του σωματίου για το λάθος, με ρώτησε αν το ποίημά μου είχε κάποιο τίτλο ή ήταν «άτιτλο» (ενώ σαν πρόεδρος του συλλόγου και της κριτικής επιτροπής, μάλλον θα έπρεπε να έχει κατάσταση με τα έργα που η επιτροπή ξεχώρισε) και τελικά μου πρότεινε να αναγράψω σε ένα χαρτάκι τα στοιχεία μου, ώστε το σωστό βραβείο με τον ακριβή τίτλο να μου ταχυδρομηθεί στο σπίτι (σημειώνω εδώ πως πλήρωσα 10 ευρώ χαράτσι για το βραβείο, συν τα έξοδα του καραβιού για να περάσω απέναντι από τον Πειραιά στη Σαλαμίνα).
Μόλις επιχείρησα να γράψω τα στοιχεία μου και τον τίτλο του ποιήματος εκ νέου, ο εκπρόσωπος του οργανισμού Unesco που βρισκόταν ακριβώς δίπλα μου, μου απηύθυνε τον λόγο, λέγοντάς μου, «νεαρέ όχι τώρα, στο τέλος θα έρθεις, μετά την διαδικασία» με αρκετά έντονο ύφος μπορώ να πω.


Τελικά έφυγα απογοητευμένος, γιατί μάλλον δεν είχα λόγο να παραμείνω περισσότερο, σε μια τόσο γελοία εκδήλωση με πληρωμένα διπλώματα και βραβεία για όλους, (να σημειώσω ακόμα ότι το χαρτάκι του προέδρου της επιτροπής ήταν γεμάτο από λάθος ονόματα και λάθος τίτλους έργων), πήρα βέβαια στα χέρια μου το λανθασμένο βραβείο σαν αποδεικτικό της αθλιότητας ορισμένων επιτροπών που πασχίζουν να προβληθούν,
και μόλις επέστρεψα στο σπίτι, έστειλα ένα γραπτό μήνυμα στο πρόεδρο της επιτροπής στο κινητό του τηλέφωνο που αναγράφεται στην ειδοποίηση του βραβείου μου, ότι αν μέσα στην εβδομάδα δεν έχω στα χέρια μου το σωστό βραβείο εφόσον το πλήρωσα, θα αναγκαστώ να καταφύγω με καταγγελία μου στα μέσα ενημέρωσης για την όλη διοργάνωση στη Σαλαμίνα, και σίγουρα ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ!

Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2006

-------------------------------------------------------------

Επιστολή 2

Θα ήθελα κι εγώ συντόμως να καταθέσω την εμπειρία μου από τη Σαλαμίνα πέρσι….τα Σικελιανά 2005 δηλαδή….
Με κάλεσαν να παραλάβω το 3ο βραβείο “ποίησης προβληματισμού” για το ποίημά μου “Ντόπιγκ” Ήταν πραγματικά μια παρωδία…
Ακόμη και η επιστολή που μου έστειλαν για να με καλέσουν ήταν γεμάτη λάθη, πρόχειρα γραμμένη. Κι εκεί γινόταν ένας χαμός. Χορευτικά συγκροτήματα, άκυρες καταστάσεις και ό κάθε άσχετος ανέβαινε στο βήμα και ΄’ελεγε ότι ήθελε. Όλοι εκτός από τους βραβευθέντες. Μας βασάνιζαν 2 ολόκληρες μέρες παρακαλώ…. και σεβασμός στην τέχνη 0.
Εννοείται πως δεν άντεξα να κάτσω και να παρακολουθήσω αυτό το βασανιστήριο.
Τώρα γιατί τα δίνουν όλα αυτά τα βραβεία και τι νόημα έχει δεν καταλαβαίνω. Και θέλω να πιστεύω ότι όποιος πάει για μια φορά στη Σαλαμίνα, αν σέβεται τον εαυτό του, δεν κάνει το λάθος να ξαναπάει…
Θα ήθελα όμως να πως ότι δε συμβαίνει το ίδιο παντού…σε όλους τους ποιητικούς διαγωνισμούς, εννοώ. Έχω τύχει και σε συμπαθητικές βραδιές όπου ένιωσα ζεστά και είχα την τύχη να γνωρίσω ενδιαφέροντα άτομα.

Χριστίνα Πασχάλη

Οι παραπάνω εντυπώσεις-καταγγελίες αντλήθηκαν από το Ποιείν, 20 Δεκ., 2006

(Για περισσότερα δες εδώ)

Χωρίς παρεξήγηση..

1.Κάθε ανάρτηση του blog εκφράζει μονάχα τον αρθρογράφο της_
2.Κάθε ιστορική αναφορά που παρατίθεται στο blog εχθρεύεται τις διαδρομές του πατριωτικού σπαραγμόύ ή της υπερηφάνειας._

.
Powered By Blogger