ΜΑΡΤΥΡΙΑ: Χατζηνικολάου Κυριάκος του Μιχαήλ, το γένος Βούλγαρη, γεννηθείς στη Σαλαμίνα το 1921
"Εγώ δούλευα σφυρί και αμόνι στο σιδηρουργείο. Οι Γερμανοί πήγαν στο σπίτι μας μαζί με τον Βαγγέλη το Σοφρά, συνεργάτη των Γερμανών, και πήραν τον Λεωνίδα τον αδερφό μου ως όμηρο αντί για μένα. Όταν το ‘μαθα πήγα και παραδόθηκα για να γλιτώσω τον αδερφό μου. Με πήγανε στον Άγιο Γιώργη. Έφαγα πάρα πολύ ξύλο. Με έδερναν με μια ουρά σαλαχιού με αγκάθια στην άκρη και με το τράβηγμα έβγαινε το πετσί από το σώμα μου. Μου πατούσαν το κεφάλι και με χτυπούσαν με τις μπότες τους. Μετά με πήγαν στο Χαϊδάρι, αφού πρώτα μας πέρασαν από τη Μέρλιν (εννοεί την οδό Μέρλιν όπου ήταν τα γραφεία της Γκεστάπο) που σε δωματιάκια μικρά ήμασταν καμιά πενηνταριά. Εκεί βρήκαμε το Στέλιο το Νικολέττο, Αμπελακιώτη καραβομαραγκό, που του είχαν βγάλει τα νύχια. Του είπαν οι Γερμανοί ότι θα τον εκτελέσουν μαζί με μένα κι άλλους 70. Στο Χαϊδάρι έμεινα τρεις μέρες. Δεν ήθελα να φάω γιατί ήξερα πως θα με κρεμούσαν.
Την άλλη μέρα μας είπαν θα προχωρήσετε σιωπηλά και θα γίνει μεταφορά σε άλλο στρατόπεδο. Θα γινότανε αποστολή στη Γερμανία. Έπιασαν και φώναξαν περίπου χίλια ονόματα. Τη μετάφραση την έκανε ο καθηγητής πανεπιστημίου της ζωολογίας Πανταζής, που ήταν κατάδικος διερμηνέας αλλά όχι χαφιές. Περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε τα ονόματα. Ενώ είχαν τελειώσει τα ονόματα τη τελευταία στιγμή βγήκε ένας στρατιώτης με μια τελευταία κόλλα. Το τελευταίο όνομα που ακούστηκε ήταν το δικό μου. Μας φόρτωσαν σε ένα φορτηγό κι ύστερα σε ένα τραίνο. Ταξιδέψαμε διαμέσου της Βουδαπέστης και το τραίνο αυτό ήταν για μεταφορά αλόγων. Στο δρόμο μας έδωσαν κουκιά χλωρά για να φάμε. Φτάσαμε στο Αμβούργο στις φυλακές. Εκεί έγινε διαλογή από γιατρούς και συνάντησα άλλους τρεις Σαλαμίνιους. Το Μιχάλη το Ζερβό, το Γιώργο το Περδικούρη και το Νίκο το Σακελλάρη. Κι ήτανε κι ένας άλλος από τα Μέγαρα που δε θυμάμαι το όνομά του. Ψείρα, πείνα, πολύ δουλειά, σχεδόν ξυπόλυτοι πάνω στα χιόνια μ’ ένα ζευγάρι τσόκαρα. Το ένα μου χε σπάσει και το χα δέσει μ’ ένα συρματάκι. Το σημάδι το έχω ακόμα στο δεξί πέλμα μου. Κάθε μέρα μας μετρούσαν. Από τη ταλαιπωρία πολλοί πέθαιναν. Δούλεψα στα κάτεργα, στα εργοστάσια του Κρουπ (σημερινή ThyssenKrupp AG, συνεργάτη του πολεμικού ναυτικού, μέχρι πρότινος (;) ιδιοκτήτρια εταιρία των ναυπηγείων Σκαραμαγκά) στα βλήματα σε κάτι ειδικές στοές. Εκεί είχαν τις βαφές και βάφαμε τα βλήματα κίτρινα. Οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Πολωνοί αιχμάλωτοι είχαν κόκκινη κονκάρδα για να τους ξεχωρίζουν επειδή ήτανε κομμουνιστές. Μας επιτηρούσαν οι κάπο που ήταν γερμανοί εγκληματίες φυλακισμένοι και μας έδερναν με συρματόσκοινα."
Αδημοσίευτη φωτογραφία από τα Αρχεία του Αμερικανικού Ναυτικού: βομβαρδισμένα πλοία στη προβλήτα του Ναυστάθμου Σαλαμίνας |
ΒΑΚΙΛΟΣ
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τη μαρτυρία του κ. Χατζηνικολάου.
Το γ' τεύχος του περιοδικού κυκλοφόρησε στις 30 Αυγούστου 2010 και τυπώθηκε σε 800 αντίτυπα. Αναζητήστε τα στα βιβλιοπωλεία του νησιού χωρίς αντίτιμο.
1 σχόλιο:
Αυτές οι μαρτυρίες με τρομάζουν. Όχι για τις φρικαλεότητες που γίνονταν τότε αλλά για τον απλό τρόπο αφήγησης, για την έλλειψη θυμού, για την αποδοχή.
Δημοσίευση σχολίου