
Τρυφερή που είναι η φύση με τα άδεια σπίτια, με τα σπίτια που χρόνια τώρα μένουν έρημα. Οι άνθρωποι τους έφυγαν-πέθαναν. Και τόσους χειμώνες, τόσες άνοιξες η χλόη τα αναρριχώμενα κούρπανα πλησίασαν αργά, σταθερά τους τοίχους τους κι άρχισαν σιγά-σιγά το τρυφερό τους αγκάλιασμα.. Κι από την πόρτα που ακόμα διακρίνεται ξεκίνησε ένα βαρύ χειμώνα του ΄60 ο θείος ο Μ. Το χιόνι ήταν τόσο πολύ που τα κλαδιά των δέντρων έγερναν βαριά.
-Πάμε στις μηλιές , να τινάξουμε το χιόνι, μην σπάσουν τα κλαδιά τους.
Το χιόνι ως τα γόνατα, τα βήματα δύσκολα και τα ίχνη πίσω περίεργα μικρά πηγάδια. Και τινάξαμε το χιόνι από τις μηλιές και τις είδαμε την άνοιξη ν’ ανθίζουν και το φθινόπωρο ένας μεγάλος κόκκινος σωρός στο κατώι και το άρωμά τους έφτανε ως το δρόμο.
Κι εδώ τα κούρπανα κάλυψαν για πάντα την πόρτα. ..Κι ήταν σπίτι γεμάτο φωνές, έντονους διαπληκτισμούς, πολλά παιδιά. Ακόμα διακρίνεται στο παράθυρο το κεντημένο κουρτινάκι. Κι ήταν η θειάκω η Δ. που βόσκοντας τα πρόβατα το καλοκαίρι κάτω από τις πυκνές σκιές των πλατάνων εκεί στο ρέμα του καλόγηρου, κεντούσε αυτά τα κουρτινάκια και δρόσιζε τα πόδια της στα κρυστάλλινα τρεχούμενα νερά του. Κι ήταν εδώ που γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 22 η Τ. κι έφυγε μετά για τη Γερμανία. Μια ζωή ολόκληρη στη Γερμανία και πέθανε εκεί. Και η επιθυμία της..
-Να με θάψετε στους τάφους των ανώνυμων. Κανείς να μην ξέρει πως εγώ είμαι θαμμένη εκεί.
Τι πικρή επίγνωση. Ήξερε πως κανείς δε θα φρόντιζε τον τάφο της.
Κι εδώ ..Λίγο ακόμα και θα ολοκληρωθεί το τρυφερό σκέπασμα. Δε φαίνεται πια καθόλου η αυλή εκεί που ήταν δεμένο εκείνο το άσπρο άλογο. Τον περήφανο καβαλάρη του πολλοί λίγοι τον θυμούνται πια. Αντηχούσαν οι ρεματιές από το ξεχωριστό του μελωδικό σφύριγμα. Κι είχε και δυο μουριές. .Ναι, ούτε οι μουριές φαίνονται πιά. Δυο μουριές με μεγάλα κόκκινα μούρα. Τα χέρια μας, το στόμα μας βάφονταν κατακόκκινα.
Και δεν αντέχεται η σιωπή των άδειων δωματίων, σε πληγώνουν τα μοναχικά έπιπλα..
Σουρουπώνει. Τα πουλιά έχουν σωπάσει. Μένω ακίνητη, αναπνέω σιγά.. Και ναι, τον ακούω…Ακούω αυτόν τον ήχο που κάνουν οι μικρές καινούργιες ρίζες καθώς κυριεύουν σιγά-σιγά τα σπίτια. Κι είναι ήχος παρήγορος.. Την άνοιξη τα σπίτια θ’ ανθίσουν.. Κάθε άνοιξη τα σπίτια θ’ ανθίζουν και θα αποκτήσουν καινούργιους κατοίκους τα άδεια δωμάτια και θα αναριγήσουν οι ξύλινες πόρτες, τα ξύλινα κρεβάτια, οι καρέκλες καθώς θα παραδίνονται στα καινούργια φυτά, στα καινούργια λουλούδια..
Αθηνά