Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ ΤΑ ΚΑΡΑ


..Κι ήταν η εποχή που η πραγματικότητα είχε χρώματα παραμυθιού, ήταν η εποχή που ο χρόνος κυλούσε πλούσια γεμάτος από μικρές καθημερινές χαρές ή απλά περιστατικά. Ήταν η εποχή που ήθελα να ακολουθήσω τα χρωματιστά ξύλινα κάρα των τσιγγάνων κι όπου με βγάλει.

Αρχές Ιουλίου Μόλις που είχαν σταματήσει οι δύο αλωνιστικές μηχανές που ερχόντουσαν στο χωριό και είχαν αλωνιστεί όλες οι θημωνιές των σταριών. Ακόμη η λεπτή κίτρινη σκόνη των σταχιών κάλυπτε τις στέγες των σπιτιών και τα φυλλώματα των δέντρων. Τότε ήταν που ακούγονταν ο ήχος των ξύλινων κάρων στον αμαξωτό δρόμο.

-Πάλι κάθεσαι και κοιτάς τα κάρα; Έλεγε η μάννα μου με μια ανησυχία σαν να είχε διαισθανθεί την επιθυμία για φυγή.

Κι ήταν όμορφα, βαμμένα με έντονα χρώματα, άλογα περήφανα με κουδουνάκια Γριές τσιγγάνες , επιβλητικές με άσπρα μαντήλια στο κεφάλι και σκούρα μακριά φορέματα κι αυτό το χαμόγελό τους… χρυσά δόντια φοβερά.. Και νεαρές , μέσα στα χρώματα, λυγερές και ευκίνητες σαν νεαρά κατσίκια,

Κι ανέβαιναν τα καραβάνια από τον κάμπο προς το Μέτσοβο για ν’ αποφύγουν τις ζέστες του καλοκαιριού. Διανυκτέρευαν για λίγες μέρες έξω από το χωριό.


Και ταραχή επικρατούσε στο χωριό εκείνες τις μέρες. Οι πόρτες των σπιτιών κλειδώνονταν ακόμα κα τη μέρα, πράγμα αδιανόητο όταν αυτοί δεν ήταν εκεί. Οι νοικοκυρές μετρούσαν μέχρι και δύο φορές τη μέρα τις κότες τους , μήπως κάποια την είχαν κλέψει. Τα παιδιά είχαν το νου τους να μην τα ξεμοναχιάσουν, τα αγροτικά εργαλεία μαζεύονταν από τις αυλές. Περίεργος φόβος. Τι μας φόβιζε τόσο σ’ αυτούς τους περιπλανώμενους ανθρώπους ;Ίσως αυτή η ελευθερία τους, αυτή η αυτονομία. Όλο το βιός μου σ’ ένα κάρο και μένω όπου θέλω, τίποτα δεν με δεσμεύει.

Και τα βράδια άναβαν φωτιές κι ‘έφτιαχναν περίεργα φαγητά. Εμείς λέγαμε μαγειρεύουν χελώνες και σκαντζόχοιρους κι ακούγαμε από μακριά τα παθιασμένα άγρια τραγούδια τους.

Κι ήταν ένα βράδυ που με τη φίλη μου τη Λένω αποφασίσαμε να πάμε εκεί κοντά να δούμε τι κάνουν. Κρυφτήκαμε μέσα στα πυξάρια . Και είδαμε μικρές φωτιές και πάνω τους μεγάλες μαύρες κατσαρόλες ν’ αχνίζουν.Και οι φωνές κοφτές ,βραχνές. Κι όλα μας φαίνονταν σαν περίεργη τελετουργία. Ύστερα ακούστηκε ένα κλαρίνο κι ένα ντέφι. Άρχισαν να τραγουδάνε. Σηκώθηκαν οι νεαρές τσιγγάνες και χόρευαν, ένα χορό κυματιστό και γέμισε ο αέρας από το λεπτό ήχο των βραχιολιών τους και μπήκαν στο χορό και οι νεαροί με τα άσπρα πουκάμισα. Κι όλα έμοιαζαν μαγικά και απαγορευμένα.


Ένας ξαφνικός θόρυβος πίσω μας. Σαν θρόισμα από φτερούγες μεγάλου πουλιού. Μας κόπηκε η ανάσα. Μια γριά τσιγγάνα είχε έρθει πίσω μας κι όπως μας έπιασε ακούστηκε αυτό το περίεργο φτερούγισμα από τα μακριά της φουστάνια που απλώθηκαν στο χώμα.

-Επ, τα κορίτσια μου. Τι κάνετε εδώ.

Κι όταν είδε τα μάτια της Λένως χαλάρωσε το σφίξιμο, κι έγινε το κράτημά της απαλό. Έμεινε για λίγο σιωπηλή.

-Μη φοβόσαστε, θα σας αφήσω να φύγετε αλλά εσύ και κοίταξε τη Λένω θα με αφήσεις να δω το χέρι σου.

Και μας οδήγησε κοντά σε μια φωτιά . Η γριά τσιγγάνα έκανε ένα νεύμα και η μουσική και οι χοροί σταμάτησαν.

-Τι να σου πω .Μια γλυκιά θέρμη κύλησε στο αίμα μου, .μου έλεγε αργότερα η Λένω.

Και είδα στο αντιφέγγισμα της φωτιάς τα μάτια της γριάς να λάμπουν..Σήκωσε αργά το χέρι της Λένως και χάιδεψε το εσωτερικό της παλάμης της.

Κι ήταν παράξενο, ένα χαμόγελο απλώθηκε στα πρόσωπο της Λένως .Χαμογελούσε και η γριά βαθιά, γλυκά.

-Όσο κρατούσε αυτή η επαφή των χεριών μας , μου είπε μετά η Λένω, είχα την αίσθηση πως κυλούσα γυμνή μέσα σε πλούσια βελούδινα υφάσματα.

-Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο χρυσό αετό , ακούστηκε υπόκωφη η φωνή της τσιγγάνας. Θα είσαι χαρά γι’ αυτούς που θα βρεθούν στο δρόμο σου, χαρά και αγάπη…Κι όταν ανοίξει ο αετός τα φτερά του κι εσύ θα τρομάξεις για τα ωραία που θα σου έρθουν.

. Έμεινε για λίγο σιωπηλή, ύστερα έκλεισε το χέρι της Λένως και είπε.

-Άντε φύγετε τώρα και τις νύχτες μη πάτε μακριά από τα σπίτια σας οι μάνες σας θα σας ψάχνουν.

Κι ήταν η Λένω ένα κορίτσι όλο τραγούδια και το περπάτημά της χορευτικό. Κι ύστερα έφυγε για τον Καναδά Και δεν ακούσαμε ποτέ πια γι’ αυτήν….

Την άλλη μέρα το καραβάνι ξεκίνησε για τα βουνά του Μετσόβου. Κι ήταν πρωί, μόλις είχα γυρίσει από τον κήπο .Είχα μαζέψει πράσινα φασολάκια γεμάτα χυμούς που έτρεχαν από τις κομμένες άκρες τους και ανθούς από τις κολοκυθιές, κίτρινα κρίνα φορτωμένα σταγόνες από τη δροσιά της νύχτας. Και σταμάτησα να δω το καραβάνι να περνάει. Κι ακούστηκαν κάτι φωνές. Μια νεαρή τσιγγάνα μάλωνε μ’ ένα νεαρό άντρα.. Κι αυτή πήδησε από το κάρο. Και δεν ήθελε να ξανανεβεί, κι εκείνος , πόσο όμορφος μου φάνηκε,της φώναζε θυμωμένος ,αλλά δε σταμάτησε το κάρο κι έμεινε η τσιγγάνα για λίγο ακίνητη. Τα κάρα έστριψαν στη στροφή πάνω από την εκκλησία κι αυτή έμενε ακίνητη και κάπου-κάπου χτύπαγε θυμωμένη το πόδι της στην άσφαλτο Και δε θα ήταν πάνω από 18.Φορέματα κόκκινα, άσπρη στολισμένη μαντήλα. Τώρα ο ήχος των κάρων όλο μάκραινε .Σε λίγο άκουσα τα τακούνια της να χτυπούν βιαστικά στην άσφαλτο κι ήταν εκείνη η στιγμή που σκέφτηκα να ρίξω στο χώμα τα φρέσκα φασολάκια και τους κίτρινους κρίνους και να τρέξω κι εγώ δίπλα της , να ακολουθήσω κι εγώ το καραβάνι…Και ο ήχος των τακουνιών όλο απομακρυνόταν κι έτρεχαν από τα δάχτυλά μου οι σταγόνες της νυχτερινής δροσιάς….

Ακόμα ονειρεύομαι τα καραβάνια. Τώρα είμαι έτοιμη να τα ακολουθήσω αλλά τώρα δεν υπάρχουν ξύλινα κάρα και η καρότσα των ντάτσουν δεν είναι κατάλληλη για τα ταξίδια που επιθυμώ .


Ένας λαός χωρίς γραπτή γλώσσα ,
ένας αρχαίος νομαδικός λαός
που στο πείσμα των αιώνων
διατηρεί την παράδοση
της περιπλάνησης.


AΘΗΝΑ


5 σχόλια:

Σοφία Π. είπε...

Καταπληκτικές φωτογραφίες.Και το κείμενο μαγικό-ρεαλιστικό.Ένας συνδυασμός πολύ όμορφος.

ΜΑΙΡΗ είπε...

Πολυ ωραιο κειμενο. Γεματο εικονες και τρυφεροτητα. με συγκινησε!!

Ελένη Λιντζαροπούλου είπε...

Αθηνά... Αθηνά μου... Υπέροχο κείμενο... Γεμάτο μαγεία, δυναμισμό και υπόκωφο ερωτισμό.
Αυτό το τσιγγάνικο πάθος... η εξωτική ομορφιά... η έλξη από το παραμυθένιο.
Ναι, η ελευθερία είναι αυτή που φοβίζει. Τα ανοιχτά φτερά των ανθρώπων με τα κάρα που θροΐζουν σαν ανομολόγητες σκέψεις στον άνεμο.

Με συνεπήρες, τσιγγάνα εσύ, να είσαι καλά.

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

Ωραίο κείμενο, ατμοσφαιρικό, γεμάτο σκιρτήματα και μάγια. Γοητευόμαστε συνήθως από αυτό που δεν έχουμε, όπως ελευθερία διαβίωσης. Που πάει να πει να συμμαχείς με τη φύση και να παραιτείσαι από τα πρέπει της οργανωμένης κοινωνίας. Όμως, δεν άλλαξαν μόνον οι τσιγγάνοι, ,αλλάξαμε και μεις που κάποτε σαν και σένα μαγευόμασταν από τη νομαδική ζωή. Έτσι το κείμενό σου μοιάζει να έρχεται από την αχλύ του ονείρου.

Ανώνυμος είπε...

ki omos ta 'ksilina kara' iparxoun akoma...
tha ithela na diavaso mia diaforetiki teleftaia paragrafo s'afto to iperoxo keimeno!

Vicky Antonakou

η αρχειοθήκη μας

Χωρίς παρεξήγηση..

1.Κάθε ανάρτηση του blog εκφράζει μονάχα τον αρθρογράφο της_
2.Κάθε ιστορική αναφορά που παρατίθεται στο blog εχθρεύεται τις διαδρομές του πατριωτικού σπαραγμόύ ή της υπερηφάνειας._

.
Powered By Blogger