Κυριακή μεσημέρι, τρίτος όροφος σε μια πολυκατοικία. Μπροστά στο παράθυρό του απλώνεται στον ανοιχτό ορίζοντα μια απέραντη πεδιάδα. Πιο πέρα ξεχωρίζει ένα χωριό. Πριν λίγες μέρες έμαθε πώς το ονόμαζαν πραγματικά. Όσο έμενε σ’ αυτήν την όμορφη πόλη, νόμιζε πως το χωριό αυτό είχε άλλο όνομα. Αδυναμία προσανατολισμού, είπε.
Παίρνει τηλέφωνο ένα φιλικό του ζευγάρι. Ήθελε πολύ να μιλήσει με κάποιον. Όλο το Σαββατοκύριακο ήταν χωμένος στα βιβλία και τις φωτοτυπίες του. Μιλάει με τον Τ. και ύστερα με την Π. Καθώς συνομιλούν, βλέπει τρία παιδιά να περπατούν στο δρόμο. Τα παρατηρεί μηχανικά, ενώ αυτά νομίζουν πως κανείς δεν τα βλέπει. Ένα απ’ αυτά βγάζει από την τσέπη του ένα βαρελότο, το ανάβει και το πετάει στο δρόμο. Ο κρότος που ακούγεται διακόπτει την τηλεφωνική συζήτηση.
-Τι συμβαίνει; ρωτά η Π.
-Κάτι παιδιά ρίχνουν βαρελότα, της απαντά.
-Μα αυτό είναι παράνομο! Πρέπει να πάρεις την αστυνομία, του λέει θυμωμένα η Π. ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της.
-Ρε, παιδιά είναι, τη διακόπτει.
-Όχι! Για την προστασία του νόμου και της τάξης πρέπει να το κάνεις.
Σε λίγο κλείνουν το τηλέφωνο. Το μυαλό του ταξιδεύει αρκετές δεκαετίες πριν, στα παιδικά του χρόνια, στο χωριό του, τότε που γι’ αυτόν εκείνος ο μικρόκοσμος ήταν όλος του ο κόσμος! Το βουνό το ‘ξερε καλά. Από μικρός το περπάταγε με την παλιοπαρέα του. Τσουλήθρα μέσα σ’ ένα μπαούλο σε μια μεγάλη κατηφοριά, ποδόσφαιρο στο πλάτωμα της «Ράχης», κυνηγητό και κρυφτό στο παλιό πυροβολείο. Μα το πιο αγαπημένο παιχνίδι της παρέας ήταν τα «μακαρόνια». Ώρες ατελείωτες έψαχναν μέσα στα χώματα, σκάβοντας με τα χέρια τους, για να βρουν αυτές τις επιμήκεις βελόνες με το μπαρούτι. Ήξεραν καλά τι ήταν αυτές οι βελόνες. Οι γονείς τους συχνά τους έλεγαν να μην πάνε στο βουνό για «μακαρόνια». Ένας τσοπάνης είχε χάσει τη ζωή του, όταν πάτησε μια οβίδα που δεν είχε εκραγεί από τον πόλεμο του ’40. Αυτές τις οβίδες τις έριχναν τα γερμανικά αεροπλάνα κι όταν έσκαγαν στο έδαφος, σκορπούσαν φλεγόμενες βελόνες, για να έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια καταστροφής. Πολλές όμως από αυτές τις βελόνες ήταν άθικτες. Αυτές μάζευε με την παρέα. Τις έβαζαν σ’ ένα τενεκεδάκι, άναβαν το φιτίλι και …μπουμ.
Όταν, μάλιστα, ήρθε η Υπηρεσία Στρατού, για να εξουδετερώσει τις ξεχασμένες οβίδες, η παρέα του ήταν αυτή που υπέδειξε τα σημεία, όπου βρίσκονταν διαλυμένα σιδερικά και θραύσματα από οβίδες. Θα ‘ταν τότε οχτώ ετών.
Μια μέρα, όμως, μαζί με το φίλο του, τον Ηλία, μάζεψαν τόσα «μακαρόνια», που γέμισαν έναν μεγάλο τενεκέ μέχρι απάνω. Με το παιδικό τους το μυαλό νόμιζαν πως θ’ ανατίναζαν όλο το χωριό. Η αγωνία κυριάρχησε στα μικρά τους πρόσωπα. Ήθελαν, όμως, τόσο πολύ να δουν το κατόρθωμά τους κι έτσι, το πήραν απόφαση. Θα κατέβαιναν στη θάλασσα.
Πήγαν κάτω, στη Σκάλα του Κατσιβάνη, βρήκαν ένα μαδέρι, έβαλαν επάνω τον τενεκέ με τα «μακαρόνια», άναψαν το φιτίλι κι έσπρωξαν με δύναμη το μαδέρι μέσα στη θάλασσα. Γρήγορα-γρήγορα έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τα «αθάνατα», τα μεγάλα αγκαθωτά φυτά που ήταν στην παραλία, κοντά στη Σκάλα, κι από κει παρακολούθησαν τα… τεκταινόμενα.
Ο τενεκές έσκασε με έναν μεγάλο κρότο και πετάχτηκε μισοδιαλυμένος. Όταν έφτασε ψηλά τούς φάνηκε
σα να στάθηκε, σα να ακινητοποιήθηκε κι ύστερα έπεσε στη θάλασσα κάνοντάς τη να κοχλάζει. Ιαχές ενθουσιασμού ακούστηκαν από τους δυο τους.
Για κακή τους τύχη, όμως, δεν είχαν προσέξει ότι ερχόταν η «κατευθείαν», το καραβάκι από τον Πειραιά. Τι έγινε; Με μια λέξη, χαμός! Άνθρωποι να πέφτουν στη θάλασσα, άλλοι να φωνάζουν, άλλοι να κρέμονται απ’ τα κάγκελα έτοιμοι να πέσουν κι αυτοί, άλλοι να τρέχουν στο κατάστρωμα κι ο καπετάνιος να τους απειλεί πως θα φωνάξει το Λιμεναρχείο.
ΠΑ-ΝΙ-ΚΟΣ
Όπου φύγει, φύγει οι δυο φίλοι. Έκαναν δυο μέρες να βρεθούνε.
Τα χρόνια πέρασαν. Τώρα πια μεγάλωσε. Τα καλοκαίρια κατεβαίνει κάτω στο «
πεζούλι», είτε μόνος του, είτε με την καινούργια παρέα. Εκατό μέτρα πιο κάτω είναι η Σκάλα του Κατσιβάνη, μισογκρεμισμένη πια και λειψή. Από τότε δεν έχει πλησιάσει κοντά της. Θέλει να τη θυμάται όπως ήταν εκείνο τον καιρό. Μόνο τ’ «αθάνατα» έχουν θεριέψει για να του θυμίζουν την κρυψώνα των παιδικών του χρόνων.
Αυτά σκεφτόταν, εκεί στο παράθυρο του τρίτου ορόφου. Για μια στιγμή τα παιδιά τον αντιλήφθηκαν, αυτός τους χαμογέλασε κι ένα απ’ αυτά άναψε ένα βαρελότο και το πέταξε σε μια αυλή πολυτελούς οικίας με δυο καλογυαλισμένα τζιπ αραγμένα σ’ αυτήν. Το πιτσιρίκι τον κοιτάζει και του κάνει από μακριά το σήμα της νίκης ενώ ακούγεται ο κρότος του βαρελότου.
Κι ύστερα του λέει η Π. να φωνάξει την αστυνομία για την τήρηση του νόμου και της τάξης…
στίχο ποιήματος της Κατερίνας Γώγου
Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν
από τη συλλογή Ν. Ε. Τόλη