Η μάνα μου πέθανε στις 3 Μαίου. Το πένθος μου είναι ακόμα τόσο βαρύ που δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω γι' αυτή την απώλεια. Aφιερώνω στη μνήμη της ένα μικρό απόσπασμα από κάποιο γραφτό μου με τον τίτλο:
.
ΛΕΗΛΑΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ
......Κι ήταν το σπίτι μας ένα όμορφο καταφύγιο. Η μάνα ανήκε στις γυναίκες που τα σπίτια τους έχουν κάτι από την ψυχή τους. Είναι σπίτια που σε καλοδέχονται σε ησυχάζουν σαν όμορφα λουλουδιασμένα παιδικά λίκνα .Όχι ότι ασχολούνταν ιδιαίτερα με τη φροντίδα του . και να το ήθελε δεν μπορούσε, αφού ακόμα με τον πατέρα καλλιεργούσαν αρκετά χωράφια κι είχαν και πρόβατα στον αχυρώνα σταύλο για το άλογο και γουρούνι και κότες.
Όμως η μάνα όλα τ’ αγαπούσε και η αγάπη της αυτή διαπότιζε ακόμα και τα έπιπλα και τα ρούχα. Κάτω στο υπόγειο τα βαρέλια γεμάτα κρασί, καφάσια με μήλα, κυδώνια, καλάθια με καρύδια κι αμύγδαλα κι αυτή την εποχή ένα καλάθι γεμάτο αυγά, έτοιμα για τη Μεγάλη Πέμπτη που θα τα βάφαμε. Όλα μύριζαν ζωή, αισιοδοξία δεν χώραγε στο σπίτι η ανησυχία και η θλίψη. Στην άκρη οι αξίνες για τους κήπους και τα’ αμπέλια με κοντάρια που γυάλιζαν από την πολύχρονη επαφή με τα χέρια τους περισσότερο τα χέρια της μάνας. Κι ήταν άνθρωπος της προσφοράς η μάνα. Εκείνα τα χρόνια ερχόντουσαν από το απέναντι χωριό οικογένειες ζητιάνων, μόνο οι γυναίκες με τις κόρες τους και ζητιάνευαν αλεύρι, λίπος χοιρινό, φασόλια κι ότι άλλα τρόφιμα υπήρχαν .Έρχονταν συνήθως τέλος του Σεπτέμβρη τότε που τα κελάρια ήταν γεμάτα. Η μάνα έδινε σε όλες δεν άφηνε καμιά παραπονεμένη κι άκουγε όλες αυτές τις ευχές που με φωνή κακομοίρικη και τρεμουλιαστή έλεγαν αυτές οι γυναίκες.
-Μια φορά, μου έλεγε η μάνα, ήταν Μάρτης, ο πατέρας είχε φύγει στη Γερμανία. Ξαφνικά βλέπει τη Λούγκαινα, ξέρεις αυτή με τα περίεργα χείλη.
Ήρθε και μου ζητούσε πράγματα. Ξέρεις κόρη μου ο Μάρτης από παλιά ήταν ο πιο δύσκολος μήνας. Όλα τα τρόφιμα τέλειωναν, τότε πέθαναν και οι περισσότεροι ηλικιωμένοι και αδύναμοι, μιλάω για παλιά, τώρα όλα τάχουμε κι άμα τελειώνουν τα δικά μας πάμε κι αγοράζουμε ό,τι θέλουμε από το μαγαζί.
Όταν ήρθε λοιπόν η Λούγκαινα , ήρθε ίσια σε μένα, μου τόπε κιόλας.
-Αχ, Γιώργαινα , έτσι την έλεγε τη μάνα μου, εσύ μονάχα θα μου δώσεις κατιτίς. Δεν έχουμε τίπουτα να φάμι , η Μαρούσω η κόρι μ. είναι άρρωστη και δεν έχω να της δώκω τίποτα.
-Ε είναι η πρώτη φορά που στεναχωρήθηκα που της έδωσα, ήταν τα τελευταία που είχα από τα δικά μου, αλλά της τα έδωσα.
Έτσι ήταν η μάνα μου. Όπου και να την έβρισκες αν κάτι κουβαλούσε πάνω της, ήθελε να το μοιραστεί. Σαν να κυριαρχούσε μέσα της το αίσθημα της τροφοδότριας, όλα για τη ζωή.. Να ένα καρύδι το χειμώνα, η το καλοκαίρι, να ένα δαμάσκηνο είχαμε δαμασκηνιές που έκαναν μεγάλα κόκκινα ζουμερά δαμάσκηνα
Αθηνά Τσάκαλου